United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επιθυμούσα να ήμουν ωσάν ένας απλούς άνθρωπος, διά να ημπορώ να ιδώ κάθε ταπεινόν πράγμα χωρίς να έχω αντίρρησιν, το οποίον θέλει μου είνε και διά περισσοτέραν μου πράξιν. Ο Χασάν επαίνεσε την γνώμην μου, και δεν έχασε καιρόν που να πληρώση την επιθυμίαν μου.

Και έτσι λέγοντας επρόσταξε τον τζελάτην του, να κόψη την κεφαλήν του Χασάν εις το μέσον της αυλής του. Ο ταλαίπωρος Χασάν εφέρθη κακώς, έχοντας από τον τζελάτην εις την μέσην της αυλής, που ήτον συναγμένος άπειρος λαός, διά να ιδούν τον θάνατόν του.

Αυτόν εγώ τον κάμνω καλά. Είνε συγγενής μου. — Συγγενής σου; και από πού; ερωτά υπομειδιών ο σοβαρός Χασάν. — Από πού; Και δεν είνε δεύτερος εξάδελφος της γυναικαδέλφης μου; — Σωστό! σωστό! λέγει αποφθεγματικώς ο αναγινώσκων τον κατάλογον, και ο όμιλος επινεύει. — Αβούλ-βεν-Χακήμ! — Αυτόν μη τον λογαριάζετε.

Ο Χασάν Πασάς από την Ανατολική την πλευρά το είχε αρχινημένο το πανηγύρι του με τις δυο χιλιάδες νέους, γέρους και γυναικόπαιδα, που λες και με τη μυρουδιά τους ξετρύπωσαν τα σκυλιά του στου Μελάτου το σπήλιο.

Κ' έτσι διαφεντεύοντας και λογομαχώντας, καταντούσανε σωστοί πατριώτες στα γερατειά τους. Πήγε μια φορά ο Προεστός μας στον πύργο ενός Χασάν Αγά, πήρε μαζί και ταγόρι του. Πρώτη φορά δεν είταν που τον έβλεπε ο Αγάς τον Ηλία, μα φαίνεται πως ποτές δεν τονε καλομάτιασε καθώς αυτή τη φορά, γιατί κι αρνί τους έσφαξε, και να τραγουδήση τον έβαλε τον Ηλία. Και τους τραγούδησε ο Ηλίας.

Και τον καιρόν που ο τζελάτης είχε σηκώσει το σπαθί διά να του κόψη το κεφάλι, αρπάχθη εις τον αέρα ο Χασάν, και έγινεν άφαντος από τους οφθαλμούς των περιεστώτων· το οποίον επροξένησε τόσον εις τον Σουλτάνον, ωσάν και εις τον λαόν, μεγάλον θαυμασμόν και φόβον.

Δεν ημπόρεσα να κάμω αλλέως παρά να γελάσω, βλέποντας τον τρόμον του Χασάν που τον επλάκωσε.

Έμενε κατά το πλάγι άνοιγμα μεγαλούτσικο, κι απ' αυτό τάνοιγμα πρόβαλε πρόσωπο που έλαμψε σαν τον ήλιο, και πάλι χάθηκε σαν την αστραπή. Είταν η Μελέκη, η πανώρια μοναχοκόρη του Χασάν Αγά. Από την ώρα εκείνη ησυχία δεν είχε ο Ηλίας. Στιγμή να καθίση δεν μπορούσε στο σπίτι. Γύριζε από δω κι από κει, ως τον κάμπο κατέβαινε, κατά τον αγάδικο τον πύργο. Τι γύρευε, δεν τόξερε μήτ' αυτός.

Έκαμα κατά την συμβουλήν του φιλοσόφου, και εξανάστειλα τον Χασάν διά απεσταλμένο προς τον βασιλέα της Καρίσμου, έπειτα επήρα την Ρετζίαν, και την έβαλα εις το χαρέμι μου, εις μέρος ξεχωριστόν, και αναμέναμεν την απόφασιν του πατρός της με μεγάλην ανυπομονησίαν.

Και ούτως απεφάσισα να στείλω τον λαλά μου Χασάν ωσάν Αμπασατόρον προς τον βασιλέα της Καρίσμου, διά να του ζητήση την θυγατέρα του Ρετζίαν εις γυναίκα μου.