United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες γυρίζοντας προς αυτόν, του είπε: — Κύριε, πιστεύετε, χωρίς αμφιβολία, πως όλα είναι καλά στον ηθικό και στο φυσικό κόσμο και πως τίποτα δε μπορούσε νάναι αλλιώτικα;

Μην αμφιβάλλεις, ω ωραιοτάτη νέα, γυρίζοντας, προς αυτήν είπε, διά να κάμω τον Χόντζα να επιστρέψη εκείνα που χρεωστεί, όλην μου την επιμέλειαν θέλω βάλει διά να σε δείξω ευχαριστημένην, και θέλω τον στενοχωρήσει εις τρόπον, που να μην απεράσουν τρείς ώρες και τα χίλια φλωριά θα σου τα φέρη ο ίδιος· μα ακριβή μου νέα άλλην ανταμοιβήν δεν ζητώ από λόγου σου, διά την χάριν που μέλλω να σου κάμω παρά να κλίνης εις την επιθυμίαν μου, και έξω που θέλω σου εβγάλει τα χίλια φλωριά από τον αυτόν Χόντζα, θέλω σου χαρίσει και εγώ άλλες δέκα χιλιάδες φλωριά.

Ο Σουλτάνος γυρίζοντας το πίσω του μήνυσε τούτα. «Τέτοια και καλύτερα σπαθιά έχω κ' εγώ μέσα στ' ασκέρια μου αμέτρητα και δεν επίστεψα πως μ' ένα τέτοιο και συ κατορθώνεις τα όσ' ακούω και δοκιμάζω θάμματά σου».

Μόνο λέγανε πάλι μια με την άλλη: «Πού να βρίσκεται ο καϋμένοςΚαλοκαίρι κι’ άνοιξη οι γυναικούλες, γυρίζοντας απ' τα χωράφια, μιλούσανε για τον τρελλό, που χάθηκε και κανένας δεν ξέρει πού να πήγε. .... Ένας χωρικός γύρισε με χρόνια από μακρυνή και πλούσια πολιτεία. Ο νεοφερμένος ιστορούσε στους συντοπίτες του μια παράξενη ιστορία. Την ιστορία ενός Προφήτη.

Και γυρίζοντας στη γριά. Κουνήσου ντε! της φώναξε· πριν μώκανες τη νια· δείξε μας το λοιπόν τα νιάτα σου. Γλήγορα φωτιά, στρώματα, ρούχα! Σφάξε και την κόττα τη λαθουράτη και ρίχτηνε στην κατσαρόλα. — Μα είσαι μούσκεμα, Κυρά! είπε η Ελπίδα, πιάνοντας τα ρούχα της κυρά Πανώριας. Βραχήκατε στο δρόμο;

Μίαν φοράν γυρίζοντας από ένα τέτοιόν του ταξείδι και ευρισκόμενος εις ένα τόπον έρημον και άνυδρον εβιάσθη από την καύσιν του ηλίου, από την δίψαν, και από την οδοιπορίαν να παραστρατήση, διά να εύρη κανένα δένδρον και νερόν διά να αναπαυθή εις τον ίσκιον.

Κ' ενώ τούτοι έκαναν αυτά, ήλθεν από την πολιτεία δεύτερος μαντατοφόρος κ' επρόσταξε να τρυγάνε τ' αμπέλια το γληγορότερο· κι αυτός είπε, θα μείνη εκεί όσο που να κάμουνε τα σταφύλια μούστο, κ' ύστερα γυρίζοντας στην πολιτεία θα φέρη τον αφέντη, όταν πια θα είναι ο χυνοπωριάτικος τρύγος.

Και εσύ, ακολούθησεν αυτή να λέγη γυρίζοντας προς έναν άλλον διατί είσαι υδρωπικιασμένος; Ω βασίλισσά μου, εκείνος απεκρίθη, δεν ηξεύρω ούτε εγώ από ποίαν αιτίαν μου ήλθεν αυτή η ασθένεια αν δεν μου προήλθεν ετούτη από το να ηθέλησα να βιάσω μίαν νέαν και ωραία σκλάβαν, που είχα αγοράσει από έναν νέον, ο οποίος εις ένα παραθαλλάσιον μου την επούλησε.

Ο νέος σοφός έτρεξε αμέσως να σφίξη τα χέρια ολονών, να δικαιολογηθή για την άργητά του. — Δεν ξέρετε, είπε γυρίζοντας από τον ένα στον άλλο· χίλιες δυο δυσκολίες βρέθηκαν στο δρόμο μου. Φαντασθήτε! Το ποτάμι της Καμινίτσας το πέρασα μέσα· έπλεξα σαν παπί. — Θα είσαι βρεμένος; είπε η Ελπίδα, κυττάζοντας τα ρούχα του ανήσυχα. — Όχι, άλλαξαείχα ρούχα μαζί μου.

Αυθέντη, ακολούθησεν αυτός να λέγη γυρίζοντας προς τον Ομάρ, κάνει χρεία να πιστεύσης τα συμβεβηκότα, που σου διηγείται· ετούτο, ο άνθρωπος δεν είνε πλάνος επειδή και ο Μωάμεθ μου έδωσε την είδησιν από πολύν καιρόν πως ένας ονόματι Αμπουλβάρης, μέλλει να έλθη μίαν ημέραν εις τον Κιαμπέ, και θέλει μου διηγηθή πράγματα παράδοξα και αληθινά· ετούτη η ημέρα το λοιπόν ήλθε τέλος πάντων, και ο Αμπουλβάρης πρέπει να μου πληρώση την περιέργειάν μου με την διήγησιν του.