United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ως τόσο φύλαγε πάντα κάποια ηθική δύναμη η παλιά «Εστία τω Φώτων» και μάλιστα με το σπρώξιμο πούδωσε ο Πρόκλος του νεοπλατωνισμού. Πολύ μεγαλήτερη ηθική δύναμη όμως είχε, καθώς κι αλλού είδαμε, η Αλεξάντρεια. Το φιλολογικό το κέντρο είταν εκεί. Ό,τι γράφηκε της ανθρωπιάς τον τέταρτο και τον πέμπτο αιώνα, στην Αλεξάντρεια γράφηκε.

Ύστερ' από λίγες μέρες πέθανεν ο Γεροκαλαμένιος με το μαράζι και με το παράπονο που δεν είδ' ελεύθερη την πατρίδα του. Κατέβαινε αγάλια αγάλια κατακόκκινος ο ήλιος στο πέλαγο, πίσω από τα παλιά κάστρα και τα πυκνά κυπαρίσσια της Πάργας. Είχεν απ' ώρα αποχαιρετήσει τον πλατύ κάμπο του Φαναριού κ' έδινε τώρα τα στερνά του γλυκοφιλήματα στες ψηλές κ' ένδοξες κορυφές του Σουλιού.

Κ' έτσι, αν έγινε ο Ελληνισμός όργανο του Χριστιανισμού, έγινε όμως κι ο Χριστιανισμός, καθώς κι όσα έκαμε ο Μέγας ο Κωσταντίνος για να στεριώση το κράτος του, αφορμή να ξαναγεννηθή ο Ελληνισμός. Επειδή τότες μαζεύτηκαν τα παλιά και νέα συστατικά που και ζύμωσαν κ' έπλασαν την καθαυτό Ρωμιοσύνη. Αυτά τα συστατικά τώρα θα δούμε και θα μελετήσουμε.

Αρχίζουν τότες οι Αρειανοί τα παλιά τους, ξαναβγάζουνε στη μέση τους ψευτοκανόνες της Τύρος, κηρύχνουν το θρόνο της Αλεξάντρειας χερεμένο, και διορίζουν Αρχιερέα κάποιο Γρηγόριο. Τότες ο Αθανάσιος καταφεύγει στον άλλο αδερφό, τον Κώστα της Ιταλίας. Ο Κωστάντιος δίσταζε ακόμα, και πήγαινε μια από τόνα το μέρος και μια από τάλλο.

Η Μεσοποταμία γέμισε κι αυτή νέα τειχίσματα και κάστρα σκορπισμένα στη Θεοδοσούπολη, στη Κωσταντία, στον Καλλίνικο κι αλλού. Ως και την παλιά τη Ζηνοβία της Ευφρατησίας, ρημαγμένη τώρα και χρόνους, την ξανάχτισε και την ξαναδυνάμωσε ο Ιουστινιανός. Χαλκίδα, Κύρρος, Σούρα, Ευρωπός, Τεράπολη, Νεοκαισάρεια, όλες οχυρωμένες κι αυτές.

Αξιοπαρατήρητο είναι που το Βασίλειο ποτές δεν τον κυρίεψε ο τύπος της κλασικής της σοφίας, πράμα συνηθισμένο στην εθνική μας ζωή, και παλιά και νέα, — παρά έβαζε τον τύπο και του στόλιζε τα μεγάλα ψυχικά του προσόντα.

Φαινότανε σα να είχε μαζευτεί στην παλιά θέση, σα να το είχε κάμει η φτώχεια κ' η ανάγκη να μικρύνη τόσο. Σταθήκαμε μια στιγμή σιωπηλοί, σα να χρειαζόμαστε να πάρουμε την αναπνοή μας. — Γιώργο, είπε η Έλσα, τι είναι τούτο; Μου έφτασε να δείξω μόνο τις παλιές βελανιδιές, που είταν ολόγυρα. Τα κλαδιά τους είχανε μαύρα σημάδια κ' η φλούδα τους είτανε καψαλισμένη.

Ύστερ' από λίγες μέρες πέθανεν ο Γεροκαλαμένιος με το μαράζι και με το παράπονο που δεν είδ' ελεύθερη την πατρίδα του. Κατέβαινε αγάλια αγάλια κατακόκκινος ο ήλιος στο πέλαγο, πίσω από τα παλιά κάστρα και τα πυκνά κυπαρίσσια της Πάργας. Είχεν απ' ώρα αποχαιρετήσει τον πλατύ κάμπο του Φαναριού κ' έδινε τώρα τα στερνά του γλυκοφιλήματα στες ψηλές κ' ένδοξες κορυφές του Σουλιού.

Τέτιος τόπος δεν αχρήζει, Την υγιά σου σαν εγγίζει. 450 Λόγος, κι' έργο· την παλιά τους Απαριάζουν κατοικά τους, Δίχως να χασομερήσουν Μια στιμή, ν' αναχωρήσουν. Ο μικρός ο ταξιδιότης, 455 Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, 460 Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει·

Κι ανάμεσα στ' αμπέλια και στα χωράφια, στην τρισευτυχισμένη αυτή γις, που δω θρέφεται πολύχυμος ο καπνός, κι εκεί σηκόνεται ψηλότερα από μπόι το σιτάρι, και παραπέρα πετιέται εφτάψηλη η καλαμιά του καλαμποκιού, κι αλλού γίνεται άφθονο το βαμπάκι, κι εκείθε τσακίζονται από το βάρος τα κλήματα των αμπελιών και της σταφίδας, κι ανάμεσα στον τρισαγιασμένο αυτόν ομορφότοπο, μου φαίνουνταν πως ξάνοιγα ακόμα, όπως και την ημέρα, χιλιάδες μέτωπα σκλάβων και δούλων σε τσιφλίκια, κι αγροικίες και χωριά αφεντάδων να στάζουν πικρό, φαρμακωμένο ίδρωτα, και να ποτίζεται περίσσια η ελεύθερη και τρισευτυχισμένη για τους τσιφλικάδες, η σκληρή και πικραμένη αυτή γις για τους σκλάβους χωρικούς· Αν έλλειπαν εδώ κι εκεί τα κάτασπρα κωδωνοστάσια μέσα στα κάτασπρα χωριδάκια και τσιφλίκια, αν σώζουνταν ολόρθα ακόμα τα παλιά τζαμιά των χρόνων της Τουρκίας, τίποτε δεν θα μούλεγε, πως αυτός ο ομορφότοπος, είν' ελληνικός και ελεύθερος.