Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


ΡΩΜΑΙΟΣ Αυτός ο νέος ο καλός, ο ακριβός μου φίλος, ο συγγενής του πρίγκηπος, πληγήν θανατηφόρον επήρεν εξ αιτίας μου· και την υπόληψίν μου μου την κατεκηλίδωσεν η γλώσσα του Τυβάλτη· κ' εξάδελφόν μου σήμερον τον έχω τον Τυβάλτην! Ω Ιουλιέτα μου γλυκειά, ιδέ, η ευμορφιά σου καρδιάν μου βάζει γυναικόςτα στήθη μου, και κάμνει την κόψιν του την ανδρικήν να χάση το σπαθί μου.

Κι' η Αθηνά του βάζει γύρω στους ώμους τους γερούς την κροσσωμένη αιγίδα. και του στεφάνωσε η θεά με σύγνεφο την κόμη 205 χρυσό· όθες λαμπαδόφτερες κυκλοπηδούσαν φλόγες.

Εκεί ήβραν το βροντόφωνο του Κρόνου γιοκαι κύκλω κάθουνταν μαζεφτοί οι θεοί, μακαρισμένοι αιώνιοικαι δίπλα του έκατσε, τι εφτύς τραβήχτηκε η Παλλάδα. 100 Στο χέρι εκεί χρυσόμορφο καφκί τής βάζει η Ήρα με καλώς ήρθες· κι' ήπιε αφτή και της το δίνει πίσω.

Θαρρώ πως δεν πρέπει κανείς, σα βάζει πρόσωπα σ' ένα ρομάντζο, να προσέχη μόνο στον τόπο που βρίσκουνται τα πρόσωπα, στα σπίτια, στις κάμαρες, στους μπερντέδες, στα χαλιά, μα να προσέξη πολύ περισσότερο στην ψυχή, τόσο μάλιστα να προσέξη που να ξεχάση τον τόπο και να βλέπη την ψυχή μονάχα.

Ο Χουσδάν σηκώνει το κεφάλι προς τον κύριό του, παραξενεύεται και μην τολμώντας πεια να γαυγίση, αφήνει ταχνάρια. Ο Τριστάνος τον βάζει μέσα στα πόδια του, έπειτα χτυπά την μπότα του με την καρυδένια μπαγκέτα, καθώς συνηθίζουν να κάνουν οι κυνηγοί για να ερεθίσουν τα σκυλιά. Μ' αυτό το σύνθημα, ο Χουσδάν θέλει πάλι να γαυγίση, κι' ο Τριστάνος τον χτυπά.

Και τότε ανήμερης γροθιάς τους βάζει ομπρός βραβεία. Μουλάρι δουλεφτάδικο μες στο μεϊντάνι φέρνει κι' εκεί το δένει, αμέρωτο, έξη χρονών π' απ' όλα 655 πιο ζόρικο να μερωθεί και για το νικημένο ποτήρι βάζει πλουμιστό.

Θυμούμαι και τότες πως ο μακαρίτης ο θειος μου, ο Μιχαλάκης ο Μελάς, σάστισε που ωνόμασα τον Ηρόδοτο reporter. Το είπα, ναι, μα... όχι όπως το είπε ο Μποέμ. Το ίδιο και για κάτι άλλα, που είναι κι άτοπα, γιατί με βάζει και μιλώ για την Ελλάδα και για τα ταξίδια μου μ' έναν τρόπο που όποιος διάβασε το Ταξίδι μου το ίδιο, ξέρει πως δεν μπορεί νάναι ο τρόπος ο δικός μου.

Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130 και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. τότε ο ξανθός Μενέλαοςτο δώμα τους ωδήγα• και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135 ωραίον χύνει ολόχρυσονολάργυρη λεκάνη, • για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους• και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140 και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145 τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, κ' είχε κρασί γλυκύτατοολόχρυσο ποτήριτο δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150 χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, το χαίρε ειπήτε• ότιεμέ γλυκός ήταν πατέρας, όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοίτην Τροία».

Το πρώτο κεφάλαιο είναι ένας ύμνος στην Τέχνη, που ο Wilde τη βάζει πιο ψηλά από τη Ζωή και τη Φύση σαν πρότυπο και δάσκαλό τους. Είναι ακόμη ένα γερό ξετίναγμα του ρεαλισμού. Στο δεύτερο διηγείται θαυμαστά την ιστορία ενός δολοφόνου αισθητικού. Στο τρίτο, διηρεμένο σε δυο μέρη, εξυμνεί την τέχνη των Ελλήνων και αποδεικνύει ότι ο κριτικός είναι καλλιτέχνης.

Ύστερα βάζει να μ' επιδέσουν και με φέρνει αιχμάλωτο στη σκηνή του. Εκεί έπλενα τα λίγα πουκάμισα, που είχε, του μαγείρευα· μ' εύρισκε πολύ νόστιμη, πρέπει να το ομολογήσω, και δε θ' αρνηθώ, πως ήτανε κι' αυτός πολύ καλοφκιασμένος κ' είχε το δέρμα λευκό κ' απαλό. Αλλ' έξω απ' αυτά, λίγο πνεύμα, λίγη φιλοσοφία.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν