United States or Brunei ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειδέ την Ήρα, αδιαφορώ, τι κάνει δε θυμώνω· σύστημα τόχει ότι κι' αν πω να βάζει πάντα αμπόδια

Μη σε μέλη, μην τυραννιέσαι, Καρλή. Είναι πιο φρόνιμο, πιο σωστό να μην το πούμε κανενός. Μη βιάζεσαι, Κάρλο μου. Ξέρω πως δεν είμαι για σένα. Δε γίνεται, το ξέρω. Μην πης όχι, Καρλή. Τι κακόμοιρη εγώ! τι αξίζω, να με πάρης γυναίκα; Ο πατέρας σου δε θα θελήση ποτές και ντρέπουμαι μόνο που το βάζει ο νους μου, πως μπορεί να μάθη τέτοιο πράμα.

Κι ο παρατηρητής, αυτός είναι μάλλον εκείνος που δίνει στο ωραίο πράγμα τις χίλιες μύριες σημασίες του και μας το παρουσιάζει σαν κάτι θαυμαστό και το βάζει σε κάποια νέα σχέση με την εποχή, ώστε ν' αποτελή ζωτικό μέρος της ζωής μας και σύμβολο εκείνου που γυρεύουμε ή γυρέψαμε και φοβούμαστε ίσως μη το πετύχουμε.

Ο Ιωάννης αποσφραγίζει τα δύο γράμματα, και ως άνθρωπος πρακτικός θεωρεί ευθύς αμέσως τας υπογραφάς· — «Η εξαδέλφη σας Ευλαλία» λέγει μεγαλοφώνως μεν αλλ' οιονεί προς εαυτόν αποτεινόμενος, μετά την ανάγνωσιν της πρώτης υπογραφής. Ποία είνε αυτή η εξαδέλφη μας; προσθέτει μετά μικρόν, αποτεινόμενος προς την σύζυγόν του· δεν την βάζει ο νους μου. — Ευλαλία; απαντά εκείνη.

Και σαν τοιμάστηκε, ξεκίνησε κατά την Εδέσσα, πέφτει καταπάνω της πισοφυλακής του Θοδορίχου, τους ξαφνίζει με σύγκαιρο κίνημα κι από τα πλευρά· το βάζει στο πόδι ο Γότθος ο στρατηγός, χαλνάει το γιοφύρι που πέρασε, μένουν οι άλλοι Γότθοι στα χέρια του Σαβινιανού, και πιάνουνται ως πέντε χιλιάδες αιχμάλωτοι, χίλια φορτωμένα αμάξια, κι άλλα πάμπολλα λάφυρα.

Έτσι είπε του Πηλέα ο γιος, και πάει και του απιθώνει στα χέρια το φλουρί, κι' αφτός χαρούμενος το πήρε. Κατόπι βάζει μια χοντρή ατογιομάτη σφαίρα, 826 που πριν την έρηχνε ο Αητιός, αφέντης αντριωμένος· μα σαν τον έσφαξε ο γοργός γιος του Πηλιά, την πήρε κι' εκεί την έφερε έπειτα με τ' άλλο πράμα αντάμα.

Αφτή τους σπρώχνει πρώτα ομπρός καλόξυστο τραπέζι πανώριο ατσαλοπόδαρο, και σε ταψί χαλκένιο τους βάζει μια μελόπητα, και βάζει 'να κρομμύδι 630 προσφάι να πίνουν, και κοντά σταρόψωμο τους βάζει, βάζει κι' ολόλαμπρο καφκί πούχε απ' την Πύλο ο γέρος φερμένα χαλκοκάρφωτο, με τέσσερα φτιασμένο αφτιά, που περιστέρια διο ζερβόδεξα βοσκούσαν χρυσά στο κάθε αφτί, και διο είχε από κάτω πάτους. 635 Άλλος το κούναε δύσκολα απ' το τραπέζι αν είταν γιομάτο, μα το σήκωνε με δίχως κόπο ο γέρος.

Λες πως πλαγιάζουν και χουζουρέβουν και πως τις βάζει ο ήλιος να κοιμηθούν· «Εδώ μ' αρέσει, αχτίδες μου χρυσές, εδώ μ' αρέσει να σας βλέπω· αφανίζεστε όλη μέρα απάνω στις κορφές, στα καλντερίμια, στις κοφτερές τις πέτρες· εδώ κάτω να ξεκουραστήτε· έχετε στρώμα κι απακκούμπιΈνα πρωί, από τ' Απεράθου, είδα και την Αμοργό. Είταν ψιλούτσικη καταχνιά, μια περίεργη καταχνιά, σα φωτολουσμένη.

Εκεί τόνε ξαπλώνει, κι' οχ το μερί τη χάλκινη φαρμακερή σαΐτα με το μαχαίρι τούκοψε, και τούπλυνε το αίμας 845 με χλιαρό νεράκι· απέ μια ρίζα με τα χέρια τρίβει και βάζει του, πικρή πονοκοιμήτρα ρίζα. Έτσι όλοι πια του λούφαξαν οι πόνοι, κι' η πληγή του σιγά σιγά ξεράθηκε και τούπαψε το αίμας.

Είχα ρωτήσει γιατί άλλαξε τόσο η γυναίκα μου και δεν το έμαθα. Έλαβα μόνο μιαν απόδειξη της αγάπης της. Κι αληθινά έτσι είναι η αγάπη: δε θέλει τίποτες άλλο παρά τον εαυτό της κι όλα τα ρωτήματα που βάζει δεν έχουν άλλο σκοπό παρά να της δώσουνε τη βεβαιότητα, που δίχως της δεν μπορεί να υπάρχη.