Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Θαρρούσε, πως το λουτρό ήταν πιο φοβερό από τη θάλασσα. Ενόμιζε πως η ψυχή του έμενε ακόμη κοντά στους κουρσάρους, σαν νέος κι άμαθος που ήτανε και δεν ήξερε ακόμη το κούρσεμα της αγάπης.
Αι χήραι γερόντισσαι έλεγον· — Α! γιατί ημείς είμαστε γυναίκες έρημες, και δεν έχουμε κανένα να μας βοηθήση, μας παραβλέπουνε. Ημείς δεν έχουμε ψυχή; . . . Και μερικοί άνδρες έλεγον· — Α! να είνε καμμιά ώμορφη, να γυαλίζη, έχει χατήρι . . . Το ξέρω κ' εγώ. Οι γείτονες έλεγον· — Ημάς που έχουμε όλον τον χρόνο το μπελά σου, και το φοβερό σαμαντά σου, μας αφίνεις τα βαρέλια άφτιαστα.
Αλλά θέλει φανή ότι, εάν από ένα μέρος τούτο το φοβερό εργαλείο ημπορή να θεωρηθή ως το μέτρον του ύψους του υποκειμένου, που το μεταχειρίζεται, από τάλλο, αυτό δεν βιάζει διόλου τα φυσικά ιδιώματα του ανθρώπου· επειδή, ενώ φαίνεται ότι όλα τα υποκείμενα του δράματος υποτάσσονται εις εκείνη την παντοδύναμη και μυστική μαγεία, αυτά πραγματικώς ενεργούν σύμφωνα με την φύση.
Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν' αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον λάζο του — είχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του κ' εγύρισε στο νησί.
Ολόγυρα το νερό πηχτό, σταχτοπράσινο σαν θαμπό κρύσταλλο τον εψηλαφούσε από παντού, τον έδενε σε μεταξένια βρόχια και σύγκαιρα του έδειχνε τον χιλιόμορφον κόσμο που τρέφει και συντηρεί στο φοβερό κράτος του.
Κάτι που καταντούσε στιγμή με τη στιγμή από υπνοφαντασιά στοχασμός, κι από στοχασμός μελετημένη απόφαση. Να τον παιδέψη με τρόπο χίλιες φορές πιο σκληρότερο από 'να παλιολίθαρο· να του κρυφοχύση στα σπλάχνα του αρρώστια αγιάτρευτη, στρίγλα να γίνη και να γεμίση το σπιτικό του ρήμαξη και θανατικό, κι όχι με δυσκολόβρητα βότανα και μαμούνια, παρά με μόνο το φοβερό φαρμάκι της γλώσσας της.
Εκείνην τη στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά. — Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ' εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξης τον καλό δρόμο.
Το καταπέτασμα του ναού — το αδιαπέραστο καταπέτασμα — σχίζεται από πάνω ίσαμε κάτω κ' εκείνο το φοβερό απομονωτήριο, που έκλεινε τα Εβραϊκά μυστήρια — τη μοιραία Κιβωτό με τις τράπεζες και την Επτάφωτη λυχνία — ξεσκεπάζεται κάτω από το φως υπερφυσικής φλόγας στο πλήθος που απομακρύνθη από το Θεό! »Ο Rembrandt ποτέ δεν εζωγράφισε με χρώματα αυτό το σκίτσο κ' είχε πολύ δίκηο.
Θελα 'ειπής, μου λες, ακόμα; Αμ σε πιάνω — Κι' όλο τρίμματα σε κάνω, Α σ χ η μ ά δ α Φεύγα να μη σε ιδώ· φεύγα απομπρός μου. Ω μούτρο φοβερό, σκιάχτρο του κόσμου, Πια μάνα ήταν αυτή, και πιος πατέρας, Που σ' έκαμαν να βγης σε φως ημέρας. Τόσο πολύ κακό τόσο ψηγάδι, Να βρίσκεται ποτέ σ' όλον τον άδη! Να ίδε, ή θα ιδή τέρας κανένα Ο ήλιος πουθενά, ωσάν κι' εσένα!
— Να, ωρέ Μάρω, πάρε το δικό μου και σε θέλω να μου φέρης κεφάλια Αρβανίτικα! Κι' αμέσως δίνει 'σ την Κλανομάρω τον κοντό του σισανέ, τον ασημόδετον και φλωροκαπνισμένον. Τότε η Κλανομάρω, αφού έπιασε 'σ τα χέρια το φοβερό όπλο του Καραϊσκάκη, έγινε αλλοιώτικη. Χύθηκε απόκοντα 'σ τους Αρβανίτες και σε κάμποση ώρα γύρισε φέρνοντας θριαμβευτικά δυο ματωμένα, ολόζεστα Αρβανίτικα κεφάλια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν