Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Οι δυο άντρες απομακρύνθηκαν, αλλά η γριά φώναξε πίσω τον ντον Πρέντου και του είπε χαμηλόφωνα: «Θα μπορούσατε να μου κάνετε μια χάρη; Να πείτε εσείς στην Γκριζέντα να μην πηγαίνει στο ποτάμι; Δεν είναι σωστό γι’ αυτήν, που θα παντρευτεί έναν άρχοντα.»
Βράζοντας ο λαός από μίσος με τα όσα έπαθε, πηγαίνει κατόπι και σπάνει τις θύρες της φυλακής, τονέ θανατώνει, φορτώνει το κορμί του σε καμήλα και το ρίχτει στη θάλασσα. Χολόσκασε ο Ιουλιανός σαν τάκουσε όλ' αυτά.
Διότι η ψυχή πηγαίνει εις την κατοικίαν του Άδου χωρίς να έχη τίποτε άλλο παρά την ανατροφήν της και τας συνηθείας της· τα οποία και λέγουσι μάλιστα ότι τα μέγιστα ωφελούν ή βλάπτουν εκείνον, ο οποίος έπαυσε να ζη, αμέσως άμα αρχίση το ταξείδιόν του δι' εκεί.
Όσο για την πολύτιμη τη Βιβλιοθήκη, πάει κι ακόμα πηγαίνει! Και δεν ξέρει μα το ναι τι να πρωτολυπηθή άνθρωπος, την καταστροφή τω βιβλίων, ή τα χρυσά και ταργυρά ταγάλματα, στολίδια, βάζα, κι άλλα χρειαζούμενα του ναού, που τάλιωσαν όλα· καθώς και τα μαρμάρινα, που τάσπασαν και τα πετάξανε στους τέσσερεις δρόμους!
Ο Μιχάλης πάλε, κάμνοντας ο δύστυχος καρδιά με το στανιό, τράβηξε σπίτι του να πάρη τη γυναίκα του και να πάνε στου Γιάνη. Τάξερε τα τούρκικα τα κατατόπια ο Δημήτρης σαν τα δικά τους. Και το Χασάνη τονε γνώριζε και τις συνήθειές του. Πηγαίνει απ' ασύχναστα καταράχια και κρυφοχώνεται σε ρουμάνι που παράπλευρα περνούσε κάθε ταχυνή ο Χασάνης, διαβαίνοντας κι αυτός στις ελιές του. Η ώρα του κιόλας.
Έρχεται λοιπό στο Θεοδόσιο και του την περιγράφει μ' όσο γίνεται ζωηρότερα χρώματα. «Άσπρη χιόνι, μαυρομάτα, σγουρόμαλλη, λυγερόκορμη, μυριόχαρη» — τι δεν του είπε πως είναι! Πηγαίνει τότες ο Θεοδόσιος και κρύβεται πίσωθε από παραπέτασμα στο παλάτι της αδερφής του, τη βλέπει, και την ερωτεύεται. Σ' όλο το κράτος μέσα αντιλάληξε ο βασιλικός αυτός έρωτας.
Μα σα Γιάννης, δίχως γνώση, Τον επόνεσε η καρδιά Και του κόλλησε μεράκι Για την κόρη του παππά! Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν Ωχ! Ωχ! Ω! Παλαμίδα σου μυρίζει Ν τ ε ϊ μ ε ν τ έ να φας κολοιό ΄ Στον παππά πηγαίνει ο Γιάννης Μια και δυο και του μιλεί. Και την Ελενιώ γυρεύει Και το χέρι του φιλεί.
Σωκράτης Και τούτο, είπον εγώ, το οποίον λέγεις, είναι αλήθεια· ώστε αν τούτο απεδείχθη σωστά, κανείς δεν πηγαίνει κατ' επάνω εις εκείνα τα πράγματα τα οποία νομίζει ότι είναι φοβερά, επειδή το να είναι κατώτερος του εαυτού του ευρέθη ότι είναι αμάθεια.
Ούτε καμακίζει χταπόδια στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους, ούτε ξεκολλά στρείδια — αγνά ό,τι εύρει. Γυρίζει μόνον απάνω κάτω στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια σαν κάτι να ζητή. Τι είχε — τι έχασε; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρός — μεγάλος, πλούσιος — φτωχός έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμη κατιτί; ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει.
Κ' εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου. «Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια »Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ' έχει· »μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευέ τον »εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί ταρέσει νάνε». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν