Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Σκυφτή, μ' ένα προσωπάκι, όχι πλιό του κόσμου αυτού, μια περγαμηνή κατακίτρινη, καταυλαυκωμένη, ολοζάρωτη, μ' ένα φουστάνι φτωχικό, πενιχρό, μα πολύ καθαρό, που κάτι ήταν κι' αυτό καμμιά φορά, μα που τώρα τριμμένο και ξεθωριασμένο, ωσάν να σκεπάζη ακόμη την αποκαμωμένη κυρά του — δύο ερείπια — προχωρεί η εκατόχρονη γρηούλα . . . Πηγαίνει μπρος, στο μεγάλο δρόμο, μιας μεγάλης πολιτείας, και πότε πότε σαν να χαμογελά στα μεγάλα σπίτια, στα ψηλά δένδρα, στους διαβάτες που περνούν αδιάφοροι, στα παιδάκια — σ' αυτά περισσότερο — σαν να καμαρώνη τη λάμψι, που σκορπούνε όλα γύρω της και προχωρεί λίγο λίγο, σιγά σιγά, αλαφρά, συρτά, θάλεγες έντομο, με μόνο μια στάλα ζωής, την υστερνή ..
Σωκράτης Και έν άλλο λοιπόν, είπον εγώ· κανείς βέβαια δεν πηγαίνει θεληματικώς επάνω εις τα κακά, ούτε εις εκείνα τα οποία νομίζει ότι είναι κακά· ούτε είναι τούτο, καθώς φαίνεται, φυσικόν εις τον άνθρωπον, αντί να πηγαίνη εις τα καλά, να πηγαίνη θεληματικώς κατ' επάνω εις εκείνα τα οποία νομίζει ότι είναι κακά.
Του λόγου σου λοιπόν, μείνε εδώ εις τούτην την πολιτείαν με τους ανθρώπους σου και εγώ θέλω πηγαίνει εις το βασίλειον της Κασμυρίας, και σου τάσσω πως να μην περάση πολύς καιρός που να σου φέρω εδώ το υποκείμενον της επιθυμίας σου.
Σας έκαμα σήμερον καμμιά εκατοστή κομμάτια με τα σαράντα, και αύριον πάλιν βλέπομεν. Είπε και μας απέθηκε πάσας επί του τραπεζίου. — Τόσας μόνον; ηρώτησεν αυταρέσκως μειδιών ο οικοδεσπότης. — Και αυτάς με πολλή δυσκολία· τα μυαλά του κόσμου, βλέπετε, άρχισαν ν' ανάφτουν, και το πράγμα πηγαίνει ολονένα τον ανήφορο. Αγορασταί πολλοί και πωληταί ολίγοι. — Ήσαν λοιπόν βασταγμέναι καλά σήμερον;
Δεν στέναξεν ο βασιλειάς ποτέ του μόνος· ολόκληρον λαόν σφάζει του πρώτου ο πόνος. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Διά το ταξείδι αυτό χωρίς αργοπορίαν, παρακαλώ, συγυρισθήτε, ότ' είναι τέλος ανάγκη ν' αλυσσοδεθή τούτος ο τρόμος , 'πού ελεύθερος γυρίζει. ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ευθύς θα ετοιμασθούμε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Κύριε, πηγαίνει 'ς το δωμάτιον της μητρός του.
Στη μεγάλη στράτα οι διαβάτες ήσαν εύθυμοι, ζωηροί, άλλοι γελούσαν, άλλοι καμάρωναν, άλλοι μιλούσαν δυνατά, με χειρονομίες και σχήματα. Οι πυκνές δενδροστοιχίες άπλωναν την παχειά τους σκιά στο δρόμο. Ο κάμπος ήτανε ολόγυρα γεμάτος από ανεμώνες. Γύρισα και ρώτησα πάλι τον παραλυτικό: — Γιατί το δρομαλάκι αυτό είναι έρημο και γιατί κανένας δεν πηγαίνει από κει;
Οι φύλακες καλόβουλοι εγκρέμισαν τον τοίχο και άνοιξαν μια πόρτα που χιλιάδες ημπορούν να περάσουν μαζί. Αλλά τόσος είνε ο λαός που πηγαίνει ώστε πάντα στριμωμένοι και με καυγάδες κατορθώνουν να έμπουν. Οι γροθιές, οι κλωτσιές και τα μαλλοτραβήματα πηγαίνουν καπνός. Αν δεν ήταν οι διάβολοι να τους χωρίζουν, δεκαφτά φορές θα ξαναπέθαινε καθένας.
ΓΛΟΣΤ. Τ’ άλογα επρόσταξε να φέρουν πλην πού πηγαίνει, τ ’ αγνοώ. ΚΟΡΝ. Ας κάμη, όπως θέλει. Είναι ο κύριος αυτός. Μη τον παρακινήσης να μείνη, ω αυθέντα μου. ΓΛΟΣΤ. Η νύκτα θα πλακώση, ο άνεμος ελύσσιασε και φοβερά βοΐζει, κ' εδώ ούτε χαμόδενδρον δεν έχει να τον κρύψη. ΡΕΓ. Τον εαυτόν του αδικεί εκείνος που πεισμώνει, κι' αν πάθη, τα παθήματα μαθήματ' ας του γίνουν!
Πηγαίνει αμέσως στον Ολλανδό δικαστή· κι' όπως ήτανε λιγάκι ταραγμένος, χτυπά απότομα την πόρτα· μπαίνει, εκθέτει το δυστύχημά του, φωνάζει λιγάκι περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε.
Δίχως πόρεψη, δίχως μέσα, δίχως άλλο σκοπό παρά νάρθουν και ναποδείξουν ως πού πηγαίνει η ρωμαίικη η τρέλλα, το έρμο και το τυφλό το «Έχει ο Θεός», σάματις τρελλάθηκε κι ο Θεός μαζί τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν