United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωμοίαζεν εκατοντούτις, κάτισχνος, ξηρά και μαύρη ως μούμια της Αιγύπτου. Επεριμέναμεν φωνάς, ύβρεις, κατάρας ή και πετροβόλημα. Ουδέ λέξιν όμως μας είπεν, αλλ' ηρκέσθη να στενάξη· αδύνατον όμως είνε να λησμονήσω το άφωνον παράπονον του βλέμματος αυτής, όταν επέρασεν έμπροσθεν μας επιστρέφουσα να μεταγεμίση το βαρέλι της εις την μακράν απέχουσαν βρύσιν.

Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη. — Τι έχεις, κορίτσι μου, της είπεν ο πατήρ της. — Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω από τον καϋμό μου! Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης. Τω όντι, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν.

Από τινος ημιανοίκτου κοιτωνίσκου εξήρχετο στεναγμός, παράπονον πάσχοντος, αγωνία θνήσκοντος, φαντάσματος παραλήρημα: — Μάννα μου! Μάννα μου! Άλλος ναυτόπαις αυτός, ο καμαρώτος, ασυνείθιστος προς την τρικυμίαν, πρωτοτάξειδος, προσεβλήθη εις την καρδίαν κ' εξέπνεε, θαρρείς. Παρήλθον ώραι. Προσήγγιζεν ο όρθρος κ' η τρικυμία ωρύετο ισχυροτέρα.

Ο καιρός ήτο ωραίος και κόσμος πολύς συνέρρεεν εις την Εκκλησίαν. Αλλ' η κόρη της θειας Μυγδαλίτσας, η ωραία Μαργαρώούτως ωνομάζετοησθάνθη τότε βαρύ παράπονον εις την καρδίαν, όπερ της έφερε και δάκρυα. Από το βράδυ που ανεχώρησεν η μητέρα της, έμεινεν ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, νηστική και κλαίουσα. Εσυλλογίζετο την μεγάλην ημέραν, τα ωραία Χριστούγεννα.

ΓΛΟΣΤ. Εις το καλό, παιδί μου! Με την απελπισίαν του ας παίξω, να τον σώσω. ΓΛΟΣΤ. Ω παντοδύναμοι θεοί! Τον κόσμον απαρνούμαι κ' εδώ, χωρίς παράπονον, ν' αποτινάξω θέλω ενώπιόν σας το βαρύ της συμφοράς φορτίον!