United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή ήτο η σκέψις της Ανθούλας, καθώς ο ύπνος έκλειε τα βλέφαρά της. Η σελήνη από τα βουνά αντικρύ έρριπτε την λάμψιν της εις το ωραίον προσωπάκι της. Ήτο ολόξανθος κόρη η Ανθούλα. Εάν την έβλεπε κανείς από τους ποιητάς μας τώρα, καθώς εκοιμάτο, θα έλεγε. «Εύμορφη, πεντάμορφη Σαν εικόνα μοιάζει.» — Θα σας ειπώ τι όνειρον είδεν εκείνην την νύκτα.

Πώς κι' ο Αδάμ ακόμη, που τόσον ετιμάτο, οπού ποτέ σκοτούραις δεν είχε και δουλειαίς, και μες 'στού Παραδείσου τους κήπους εκοιμάτο με πάνθηρας, με σαύραις και με δεντρογαλιαίς, τον απηγορευμένον ωρέγετο να φάγη ως που κατεκρημνίσθη με το δεξί του πλάγι;

Άλλην πάλιν τρικυμιώδη νύκτα αφυπνιζομένη έντρομος και νομίζουσα, ότι το τέκνον της κοιμάται πλησίον της: — Παιδί μου! εκραύγαζεν. Αλλ' ο Μανώλης εκοιμάτο από ετών πλέον με την «Γαλονομμάταν» του.

Ο κόσμος αν εχαλούσε, η Μπέλλα εκοιμάτο εις την αδελφικήν αγκάλην ατάραχος· μέσα εις αυτήν ανετράφη. Από τα παιδικά του ο Αντωνέλλος ήτο δακτυλοδεικτούμενος διά τας πολλάς του χάριτας. Αγαθός, ήσυχος, ενεργητικώτατος, εβοηθούσε τον πατέρα του, κατόπιν τους πλοιάρχους του εις την θάλασσαν και δεν άργησε να γείνη περιζήτητος, ονομαστός.

Το στήθος της κόρης εκινήθη και η εκπνοή κατέστη σφοδροτέρα. «Αϊμά! », εψέλλισεν ο Μάχτος νομίσας ότι αφυπνίσθη. Αλλ' όμως εκοιμάτο αύτη εισέτι.

Οι μεν ήθελον να μεθυσθή ο κατάδικος δι' οίνου της Μαρσάλας ανακατωμένου με ρακήν, πριν οδηγηθή εις τον τόπον της εκτελέσεως, οι δε να τουφεκισθή την νύκτα εις τα υπόγεια του φρουρίου, ενώ άλλοι επρότειναν να αναμιχθή κοπανισμένον υαλίον εις το φαγητόν του ή να εγχυθή υδράργυρος εις το αυτίον του ενώ εκοιμάτο.

Πολλάκις μετά το δείπνον εξήρχετο προς συνάντησιν των ομηλίκων και φίλων του εις τα δώματα ή εις αποσπερίδες, όπου ανεγινώσκετο ο «Ερωτόκριτος» και επροτείνοντο αινίγματα και καθαρογλωσσίδια. Άλλοτε δε εδείπνει και εκοιμάτο εις της αδελφής του, όταν εφοβείτο δυσαρέστους εξηγήσεις με τον πατέρα του.

Τοιαύτα μονολογών έφθασεν εις το σπίτι της Ζερβούδαινας, το οποίον ήτο κατάκλειστον και κατασκότεινον, όπως και όλα τα γειτονικά, όπως όλο το χωριό. Ο Μανώλης εστάθη και εφαίνετο σκεπτόμενος· αλλά το βέβαιον είνε ότι δεν εσκέπτετο τίποτε. Μάλλον εκοιμάτο όρθιος. Έπειτα επλησίασε προς την θύραν και με κάποιαν δυσκολίαν ανέβη τα ολίγα σκαλοπάτια του προθύρου.

Καθώς παρετηρήσαμεν ο Ιησούς δεν ηγάπα τας πόλεις και σπανίως εκοιμάτο εντός των τειχών των.

Το εσωτερικόν του σπιτιού ήτο κατασκότεινον αλλ' ο Μανώλης εγνώριζε τον υψηλόν σοφάν επί του οποίου εκοιμάτο η κόρη και επροχώρησε προς το μέρος εκείνο, προσπαθών να μη κάμη θόρυβον. Ψηλαφητί εύρε την μικράν κλίμακα του σοφά και ανέβη τας δύο ή τρεις βαθμίδας. Εσταμάτησε πάλιν. Από την ενώπιόν του κλίνην ανεδίδετο η αναπνοή ανθρώπου κοιμωμένου.