United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία εκοιμάτο, αλλά δεν άργησε να εξυπνήση, κ' ελθούσα ήνοιξε την θύραν, χωρίς, αυτήν την φοράν, να ερωτήση τις είναι, ίσως διότι ήτο μισοκοιμισμένη κ' ενήργει ως εν υπνοβασία μηχανικώς, ή είχε την εντύπωσιν ότι ουδείς άλλος ηδύνατο να είναι ειμή ο γαμβρός της. Η Φραγκογιαννού έσπευσε να εισέλθη. — Το κοφίνι μ' πλειό, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το είδες; Είναι πουθενά; Πού τώχεις;

Επάνω εις δύο καπνισμένας πέτρας τοποθετημένη η βαθεία χύτρα, εκόχλαζεν ακόμη υπό την επιτήρησιν ενός νεαρού τρατάρη όστις βιαίως υπεδαύλιζε την πυράν της οποίας αι φλόγες επέψαυον σχεδόν το πρόσωπόν του. Το χωρίον εκοιμάτο πλέον. Ότε ένα αιφνίδιον θαλασσάκι ανερρίπισεν όλον τον λιμένα, οπού ήσαν αραγμένα διάφορα μικροκάικα από τα εκτελούντα την ακτοπλοΐαν των Σποράδων.

Έκυπτε διά να ξεκλειδώση την θύραν του, κρατών υπό μάλης το λαγούτο, το οποίον έψαυε το έδαφος. Ποτέ δεν ήρχετο ωρισμένην ώραν εις το δωμάτιόν του. Πότε πολύ ενωρίς, πότε πολύ αργά, άλλοτε έλειπεν όλην την νύκτα κ' εκοιμάτο την ημέραν. Πότε ήτον νηστικός, πότε εφαίνετο να είνε «αποκαής». Δεν είνε βέβαιον αν έπινε χασίς, φαίνεται όμως ότι έπινε πολύ ρακί. Ήτον Τουρκομερίτης. Ωνομάζετο Βαγγέλης.

Το φόρεμά μου ήτο «μεταξωτόν, καθόσον δε ανηρχόμην την κλίμακα, ο ήχος του μοι εφαίνετο «ως ο κρότος φάσματος διώκοντός με. Έφθασα επί τέλους εις τον κοιτώνα «μου. Ο σύζυγός μου εκοιμάτο βαθέως. Έρριψα επί της τραπέζης τον «λύχνον, αλλά δεν είχον την δύναμιν να τον σβύσω. Χωρίς δε να λάβω τον «καιρόν να εκδυθώ ερρίφθην επί της κλίνης μου.» Η μήτηρ του Μάλκομ ήτο θυγάτηρ του γέροντος Σιβάρδου.

Το ψύχος την είχε διαπεράση και ο ιατρός είπεν, ότι χρειάζεται πολλή προσοχή και πολλαί φροντίδες διά ν' αναλάβη· την κατέκαιεν ο πυρετός . . . Νοσοκόμος της, καθ όλον το διάστημα της ασθενείας ήτο ο Αντωνέλλος, όστις δεν ήθελε να την περιποιηθή κανείς άλλος. Ούτε έτρωγε, ούτε εκοιμάτο όπως έπρεπε, μεθ' όλας τας ενστάσεις της Μπέλλας ήτις, μετά είκοσιν, ημέρας ανέρρωσε.

Εστάθη μεγάλη η κραυγή που έκαμα, τόσον που εξύπνησα τον βασιλέα που εκοιμάτο, ο οποίας με ερώτησε το αίτιον της κραυγής μου και εγώ του ωμολόγησα εκείνο που είδα.

Ουδέν, λέγομεν, εν τω προσώπω της Λαίδης Μάκβεθ το φυσικόν ή ανεπιτήδευτον. Κατά την ώραν της δολοφονίας πίνει ποτόν μεθυστικόν όπως εξαφθή, ότε δε ο Μάκβεθ λέγει ότι εφόνευσε τους δύο παρακοιμωμένους υπηρέτας του βασιλέως Δώγκαν, λειποθυμεί αύτη. Παρ' ολίγον εφόνευεν αυτή τον Δώγκαν, αλλά δεν ετόλμησε, λέγει, διότι μ' εφάνη πως βλέπω τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο.

Οι γείτονες, μη ιδόντες αυτόν διόλης της ημέρας χθες, επληροφόρησαν την αστυνομίαν ότι κατέπεσεν ο εξώστης της οικίας του, κειμένης παρά την δυτικήν Εκκλησίαν. Διαρρηχθείσης της θύρας, επεκυρώθησαν αι υποψίαι των γειτόνων. Καθ' ας ελάβομεν πληροφορίας, ο Μάρθας εκοιμάτο συνήθως επί του εξώστου, τον οποίον η βία του ανέμου κατέρριψεν επί των κατωφερών βράχων.

Ήτο ο Μάχτος, όστις ήρχετο συντετριμμένος εξ ευτυχίας ... Ο Θευδάς τω έδειξε την νέαν κοιμωμένην. Ο Μάχτος εισώρμησε κράξας: «Αϊμά! ». Αλλ' η κόρη εκοιμάτο. Ο νέος επλησίασε πατών επ' άκρων των ποδών.

Ανεπαύετο λοιπόν εις την συνεχομένην μετά της ιδικής μου κλίνην, εις την οποίαν και είχε δειπνήσει, κανείς δε άλλος δεν εκοιμάτο εις το οίκημα, παρά μόνον ημείς.