Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Τα πάντα είχον ήδη σιωπήσει εις το παπικόν οίκημα πλην των γλαυκών και των ωρολογίων, ότε κρότος ελαφρός, ως πτήσις νυκτίου πτηνού ή βάδισμα νέας δεσποινίδος, σπευδούσης εις την πρώτην αυτής συνέντευξιν και φοβουμένης την παρθενικήν ηχώ των υποδηματίων της, ηκούσθη εις το παράθυρον του θαλάμου.
Εκεί καθώς έκαιεν ο ήλιος, κ' έσιζον από ελαφράν πνοήν τα φύλλα των δένδρων, μικρός κρότος ηκούσθη άνωθεν, απ' τον ανατολικόν τοίχον του μοναστηρίου· μέσα από την βαθείαν λόχμην και τους πυκνούς θάμνους επρόβαλεν έν πρόσωπον. Γηραλέος άνθρωπος, μεγαλόσωμος, με τουφέκι εις τον ώμον, βέργαν εις την χείρα, και δύο πιστόλια εις το σελάχι περί την μέσην του. — Καλώς σας ηύρα· γεια σας, παιδιά.
Τότε μόνον διά πρώτην φοράν ηκούσθη ότι η «πετειναρού» ήτο δασκάλα. Ο άνθρωπος ακούσας είπεν αφελώς μέσα του: — Α! ήτον δασκάλα!... Γι' αυτό είχε τους κοκκόρους! Σε κανένα Τμηματάρχη θα τους κουβάλησε. Συγγραφεύς τις παρατηρεί ότι το ανθρώπινον πνεύμα υπόκειται εις περιοδικάς εκλείψεις. Εις τοιαύτην δε έκλειψιν αποδίδει τας υφισταμένας σήμερον αμφιβολίας περί της υπάρξεως του Θεού.
Το μεν πλοίον εφάνη πλέον δειλώς πέραν του ακρωτηρίου της Αγίας Ελένης, και ελθόν προσωρμίσθη ου μακράν του Αγίου Σώστη. Εκ του φρουρίου όμως ουδέν σημείον ηκούσθη. Τέλος, περί ώραν τετάρτην της ημέρας, όταν ο ήλιος είχεν ανέλθει ήδη πολύ υψηλά, οι δώδεκα σύντροφοί των κάθιδροι και πνευστιώντες έφθασαν άπρακτοι πλησίον των. Ο Άγιος Σώστης είχε κάμει το θαύμα του.
Ο Παλούκας έπεσε βαρύς, εκτύπησεν εις το γόνυ, ανετράπη, ανωρθώθη, έψαυσε τα μέλη του, και βεβαιωθείς ότι δεν του είχε σπάσει κανέν κόκκαλον, ετράπη εις φυγήν, τρέχων προς το άλλο μέρος του αυλογύρου, όπου είξευρεν ότι ο περίβολος εκλείετο από απλούν φράκτην, συγκοινωνών προς την αυλήν συγγενικής οικίας. Ο δούπος της πτώσεως του ηκούσθη εκείθεν του τοίχου της αυλής.
Και εκεί που εθρήνει και ωδύρετο η καλή κόρη απεκοιμήθη ποιήσασα τον σταυρόν της πρώτον και ψελλίσασα μυστικούς τινας λόγους, εξ ων ηκούσθη μόνον ελαφρώς: — Άι-Βασίλη μ'! Και απεκοιμήθη κλαίουσα ακόμη και εις τον ύπνον της.
Ο Κ. Σπυράκης έστρεψε το βλέμμα προς τον Κ. Μελέτην προτού αποκριθή εις την ερώτησίν μου. — Τα Δύο Αδέλφια, είπεν. — Λοιπόν εις τας πέντε, επανέλαβεν ο Νίκος. Οι δύο οδοιπόροι μας απεχαιρέτησαν και μετ' ολίγον ηκούσθη ο κρότος των ποδών των ημιόνων των επί της στενής λιθοστρώτου οδού.
— Φύσα, χρυσέ μου, φύσα! ηκούσθη ο καπετάν Γιάννης, αποτεινόμενος προς το ούριον αεράκι. Η σκούνα εμβαίνει ήδη εις τον Ελλήσποντον ως νύμφη εις την παστάδα.
— Είσαι ψεύτης και κλέφτης! Ελαφρός κόλαφος ηκούσθη και συγχρόνως φωνή παραδόξου όντος μελανού την όψιν με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα, με αλλόκοτα ράκη ως ενδυμασίαν, αντήχησε· — Τι μαλλώνετε, βρε; Τα δύο παιδία αφήκαν συγχρόνως διπλήν πεπνιγμένην κραυγήν και εδοκίμασαν να τραπούν εις φυγήν αφήνοντα το φανάριον κατά γης.
Τέλος εφάνη ως να απεφάσισε τι, και έκαμε κίνημα όμοιον με το του υπνηλού του παλαίοντος με τα όνειρά του. Ανωρθώθη δε πάλιν και επανέλαβε το έργον του. Αλλά την στιγμήν εκείνην, καθ' ην αντήχησεν η τελευταία δόνησις του μεγάλου κώδωνος, όστις τελευταίος εκρούσθη μετά το σιδηρούν σήμαντρον και τους μικρούς κώδωνας, υλακή κυνός ηκούσθη, απαντώσα εις τον εκπνέοντα βαρύγδουπον κρότον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν