Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Να κόψουμε μια λεύκα. — Να πάρουμε φλαμούρι να κάμουμε καράβι. — Να βγάλουμε από τον πεύκο τ' Αλπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα. — Εσύ θα είσαι μαραγκός, κ' εγώ πρωτομάστορας. — Βρε! καλώς τους μαστόρους, ηκούσθη έξαφνα μία φωνή. Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει, τρίτην ή τετάρτην φοράν από την κρύπτην.

Έπειτα έτρεξεν εις το άκρον του κήπου και διευθύνας το όπλον του κατά του Μανώλη, όστις απεμακρύνετο την στιγμήν εκείνην από το οχύρωμά του, είλκυσε την σκανδάλην. Αλλ' αντί πυροβολισμού, ηκούσθη ο κωμικός κρότος της αποτυχίας, εις τον οποίον απήντησεν ο Μανώλης εκτείνας την παλάμην ανοικτήν προς τον Στρατήν.

Εκεί επάνω, πριν διέλθωσι την γέφυραν από την σιδηρόπορταν του Κάστρου, ηκούσθησαν φωναί·Ποιοι είστε; ποιοι είστε; Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμένων στροφέων, ως να εδοκίμαζέ τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκούσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκίου. — Καλοί! καλοί! πατριώτες! απήντησεν ο μπάρμπα-Στεφανής. Μα εσείς ποιοι είστε;

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη ζωηρότατα και ο κρότος της αγκύρας του καταπλεύσαντος σκάφους βαρύς και παρατεταμένος. Και παρατηρών τότε ο γέρων την ημερομηνίαν των δύο επιστολών επανελάμβανε: — Βέβαια! Δεκαπέντε ημερών γράμμα· ο καιρός καλός, βέβαια ήλθε. Καλώς μας ήλθε!

Οι νησιώται τεθλιμμένοι βεβαίως διελύθησαν έκαστος μεταβάς εις τον οίκον του ν' αναπαυθή, ίνα γερθή μετά τα μεσάνυκτα εις την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων. Ούτε το σύνηθες άσμα ηκούσθη επί πολύ ένεκα του υπερβολικού ψύχους, διότι τα παιδία, άτινα συνήθως εν ομίλοις περιέρχονται τας οικίας, δεν ετόλμων να εξέλθωσι.

Εν τη σιγή δεν ηκούοντο, ειμή εκφράσεις ασθματικαί και τρομασμέναι: «Ιησού γλυκύτατε! Ιησού μακρόθυμεΕδώ και εκεί μικρά παιδία έκλαιον. Αίφνης γαλήνιος φωνή ηκούσθη λέγουσα: — Ειρήνη υμίν! Ήτο ο απόστολος Πέτρος, όστις εκείνην την στιγμήν ήλθεν εις το Άντρον. Εις τους λόγους τούτους ο τρόμος διελύθη, όπως διαλύεται ο τρόμος του ποιμνίου, όταν εμφανίζεται ο ποιμήν. Ηγέρθησαν πάντες.

Με ώθησεν ο πατήρ μου, μ' έσυρεν ο ναύκληρος, και πριν προφθάσω να λαλήσω ή ν' αντισταθώ, ευρέθην εντός της λέμβου κ' εγώ. Αι κώπαι εκινήθησαν αμέσως. Εστράφην προς την ξηράν να ίδω την μητέρα μου, και ενώ εστρεφόμην είδα καπνόν επί του λόφου και νέος τουφεκισμός ηκούσθη. Επί των βράχων το πλήθος συνεσφίγγετο και οι όπισθεν ώθουν τους πρώτους, έπιπτον δέ τινες ήδη εις την θάλασσαν.

Η κλίμαξ ηκούσθη τρίζουσα υπό βήματα ανδρικά. Ο Κ. Μελέτης ακολουθούμενος υπό της γραίας υπηρετρίας, κατέβαινε προς υποδεξίωσίν μας. — Καλώς ωρίσατε, καλώς ωρίσατε! Και έτεινε την φιλόξενον χείρα.

Ηκούσθη τότε εν τη σιγή της νυκτός και υπό το σκιόφως εκείνο της ημισβέστου λυχνίας ένθερμος προσευχή: Θεοί παντεπόπται και αθάνατοι, θεοί ουρανίωνες και υποχθόνιοι, οικτείρατέ με. Υμείς μόνοι βουλεύεσθε σταθεράς βουλάς, υμείς γινώσκετε αυτάς και να εκτελήτε, τα δε των θνητών είνε άστατα και αβέβαια.

Έχεις δίκη ο γυναίκα! είπε ταπεινή τη φωνή, έχεις δίκηο . . . . Και εντρεπόμενος να εξακολουθήση μεγαλοφώνως, συνεπλήρωσεν ενδομύχως την φράσιν του: Τα χρήματα χαλούν τον άνθρωπον. — Σαλέπι ζεστό! ηκούσθη αίφνης φωνή βραγχώδης από της οδού. — Νά! ξημέρωσε, είπεν εγειρομένη της κλίνης της η κυρά Μαριώ. Στάσου να σου πάρω λιγάκι σαλέπι να ζεσταθής.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν