Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Τα παιδιά του χωρικού ηθέλησαν να παίξουν μαζή του· Αλλά το τρομασμένον παπί εφοβήθη ότι ήθελαν να το πειράξουν και έφυγε τρεχάτον εις μίαν κανάταν γεμάτην με γάλα, και με το πτερούγιασμά του ερράντισε με γάλα όλην την καλύβην· η γυναίκα του χωρικού εκτύπησε τα χέρια της διά να το τρομάξη, και έφυγε το παπί μέσα από το γάλα, και έτρεξε και εχώθη εις έν βαρέλι γεμάτον αλεύρι, και εβγήκεν απ’ εκεί κάτασπρον.
Αλλά όταν ενθυμήθη ότι οι ανάξιοι διά την θέσιν των δεν θα ημπορούν να το ιδούν, τα εχρειάσθη· όχι βέβαια ότι εφοβήθη διά τον εαυτόν του· αλλ' επροτίμησε να στείλη κανένα άλλον να ιδή πώς πηγαίνει η υπόθεσις. Όλοι οι κάτοικοι της πόλεως εγνώριζαν την ιδιότητα του υφάσματος, και είχαν μεγάλην περιέργειαν να ιδούν ποίος από τους φίλους των ήτο παλαβός και ποίος ανάξιος.
Πάραυτα ετόξευσε βλέμμα φοβεράς απειλής προς αυτήν. — Ε! μωρή στριγλίτσα! υπεψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!. . . κ' εγώ σε σιάζω. Ευθύς όμως κατόπιν, εσκέφθη ότι δεν θα εσύμφερε να κάμη λόγο δι' αυτό το πράγμα εις την κόρην της. Διότι εφοβήθη μην της δώση αφορμήν να παραπονεθή εις τον πατέρα της. Και τότε τα πράγματα θα εγίνοντο χειρότερα βεβαίως.
Η δε Σπυριδολενιά, διάσημος ψεγαδιάστρα και διά τούτο λίαν επίφοβος, έτοιμη πάντοτε, αν εστραβοπατούσες, να σου βγάλη τραγούδι, όταν τον είδεν έκαμε τάχα πως εφοβήθη, μάννα μου! Έπειτα εγέλασε τον συριστικόν και ξηρόν γέλωτά της και σκύψασα εψιθύρισε προς την παρακαθημένην το εξής αυτοσχέδιον επίγραμμα: Καλώς τονε που πρόβαλε με τση μακρές χερούκλες, Με τα μεγάλα μάγουλα και με τση ποδαρούκλες.
Ο βασιλεύς ακούοντας τοιαύτα λόγια εφοβήθη τρόπον τινά, διότι είχεν ολίγον πνεύμα και με ευκολίαν δεν εκαταλάμβανε τας πανουργίας των πονηρών, ως απλούς και απαίδευτος.
Και συνάζοντας φοβισμένος μερικά ξύλα έτρεξα εις την πολιτείαν. Ο ράπτης ως με είδε, με συνεχάρη, πως ήμουν υγιής, επειδή εφοβήθη να μη μου συνέβη κανένα κακόν εις δύο ημέρας που έλειψα.
Άμα εκάθισεν ο γέρων, εστέναξεν εκ βάθους καρδίας· — Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! Η φωνή του ήτο τόσον βροντώδης και θλιβερά συνάμα, ώστε η μικρά εφοβήθη και επλησίασεν όσον ηδύνατο περισσότερον εις την μητέρα της, η οποία επροσπάθει να την πείση να μη ανασηκώνη τον επίδεσμόν της. — Ησύχασε, εψιθύρισεν, ησύχασε. Δεν είναι τίποτε. Πονεί ο καϋμένος!
Πρώτον, νομίζω, θα ειπή όλα αυτά, όσα λέγομεν ημείς υπερασπιζόμενοι αυτόν, και έπειτα, νομίζω, θα κάμη έφοδον περιφρονών ημάς και λέγων: Να τέτοιος είναι ο Σωκράτης ο προκομμένος, επειδή ένα μικρό παιδί εφοβήθη, όταν το ερώτησε αν είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος το ίδιον πράγμα συγχρόνως να το ενθυμήται και να μη το γνωρίζη, και επειδή από τον φόβον του είπε όχι, διότι αυτό δεν ήτο εις θέσιν να προβλέψη το αποτέλεσμα, τάχα απέδειξε το άτομόν μου γελοίον εις τους λόγους.
Έπεμψε λοιπόν εις την Σάμον κήρυκα διά να τω είπη ότι διαλύει την μεταξύ των συμμαχίαν. Έπραξε δε τούτο διότι εφοβήθη μήπως συμβή μεγάλη τις δυστυχία εις τον Πολυκράτη και λυπηθή ως λυπείται τις προκειμένου περί συμμάχου. Κατά του Πολυκράτους τούτου ευτυχούντος κατά πάντα εξεστράτευσαν οι Λακεδαιμόνιοι παρακληθέντες υπό των Σαμίων οίτινες έκτισαν βραδύτερον την εν Κρήτη Κυδωνίαν.
Κοιμώμενος δέ ποτε ο Αστυάγης είδεν εις τον ύπνον του ότι η Μανδάνη αύτη ούρησε τόσον αφθόνως ώστε ου μόνον εγέμισε την πόλιν, αλλά κατέκλυσε και την Ασίαν ολόκληρον. Διηγήθη δε το όνειρον τούτο εις τους μάγους οίτινες εξηγούσι τα όνειρα και εφοβήθη διά την εξήγησιν την οποίαν τω έδωκαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν