United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφερα την γραφήν ευθύς εις τον Μαϊάρ, ο οποίος, αφού την ανέγνωσε, την εφίλησε και την έβαλε εις το κεφάλι του. Έπειτα εβγάζει δύο σακκούλες φλωριά και μου τα έδωσε, και παίρνοντάς τα έφερα της κυράς· αυτή μου έδωκε την μίαν σακκούλαν, και μου είπε.

Ο Βασιλεύς εκατέβη από το θρονί του και αγκάλιασε την θυγατέρα του που του έδωκε τέτοιαν χαράν, έπειτα έπιασε και εφίλησε και τον Καλάφ, και εν τω άμα τον εκήρυξε γαμβρόν του, και μετά μεγάλης χαράς ελύθη το Ντιβάνι, και εμίσευσαν όλοι μετά μεγάλης αγαλλιάσεως.

Τότε έτρεξεν η άνωθεν γραία έπεσε και του εφίλησε τα ποδάρια και τον εξώρκισεν εις το γάλα που τον εβύζαξε, παρακαλώντας τον τουλάχιστον να μη με θανατώση, και αφού με επλήγωσαν από τον δαρμόν με καλάμια σχισμένα, με εχάρισεν εις την γραίαν σχεδόν νεκράν.

Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος• ευφράνθητην πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας, κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα, και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα• 355 «Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον να σας ιδώ δεν έλπιζα• τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις χαίρετε, και θα λάβετετο εξής και δώρα ως πρώτα, αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη, ζωήεμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». 360

Επλησίασα, έθεσα την χείρα μου επί της κεφαλής του και είπα μίαν ευχήν μεγαλοφώνως. Ότε ετελείωσα, έκαμε τον σταυρόν του και μου εφίλησε την χείρα. Δεν είσαι καλά εδώ, Χρήστε μου τω είπα. Έλα να υπάγωμεν εις του θείου σου. Δεν κατοικεί κανείς εκεί και θα είσαι καλλίτερα και ησυχώτερος. Ακολούθει με. Ηγέρθη εν σιωπή. — Δεν θέλω να με ιδή κανείς, είπεν ησύχως.

Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος. Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην. — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν. Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του. — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .

Σαν είδα που παν τα λόγια μου χαμένα, τον έδωσα κ' εγώ το γράμμα σου, και, έχε τον νουν σου δα, παιδί μου, του είπα, να μη χάσης το γράμμα του Γεωργή μας! — Θαρρώ πως τόνε βλέπω ακόμα! Έβγαλε το φέσι του, εφίλησε το χέρι μου, κ' επήγε... Ποιος το ήξευρε να μη τον αφήση!... Την άλλη την ημέρα ήτανε νάρθη ο καινούριος ο Δεσπότης.

Και την εφίλησε γλυκά 'ςτά μάτια και 'ςτό στόμα. — Ρώτησα εγώ χίλιους γιατρούς. Κι' αν θέλης για να γειάνω Από τα Μήλα τα Χρυσά να πας και να μου φέρης. Έφεξε η δεύτερη αυγή και πριν να δώση ο ήλιος Καββαλικεύει τ' άλογο και φεύγει ο παντρεμμένος, Και 'πήγε ναύρη τα Χρυσά τα Μήλα να τα φέρη, Για να τα φάη η γυναίκα του να ξαναγειάνη πάλι. 'Στο δρόμο μάγισσα 'ρωτά, πούν' τα Χρυσά τα Μήλα.

Αλβέρτε, εσύ ήσουν εις το δωμάτιον. Ήκουσε κάποιον να περιπατή, και ρώτησε, και εζήτησε να σε ιδή καθώς σε προσέβλεψε και εμέ, με το παρηγορημένον, ήσυχον βλέμμα, ότι μαζί θα είμεθα ευτυχείς, — ο Αλβέρτος έπεσεν εις τον λαιμόν της και την εφίλησε, και ανεφώνησεν: Είμεθα! θα είμεθα! Ο Αλβέρτος ήτον όλως εκτός εαυτού, και εγώ δε δεν ήξευρα τίποτε περί του εαυτού μου.

Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ 190 να στάξητην γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει. αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε• Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας, αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. 195 ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος• ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις, και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». 200