United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως έτυχε και άλλοτε να είπωμεν, εκάστη των μεταφορών αυτού είναι καθ' εαυτήν εναργής και ζωηροτάτη, το πλήθος των όμως τοσούτον, ώστε συμπλέκονται προς αλλήλας ως κλάδοι παρθένου δάσους και επέρχεται τότε ρωμαντικόν τι σκιόφως, εν ώ βλέπομεν κινούμενα παντοία έτι ρωμαντικώτερα πλάσματα: βουνά ανταλλάσσοντα φιλήματα και γεννώντα ήρωας συλληφθέντας εκ του ασπασμού τούτου· πτερωτά δακτύλια αναβαίνοντα εις ουρανόν, ράσα καλογήρων αρμενίζοντα εις τον αιθέρα, αγορεύοντας βράχους, ανθρωπόμορφα δένδρα, κύματα σκορπίζοντα μαύρον αφρόν, βρυκόλακας, δράκοντας, κατακλείδια, ανεραΐδας και παντοία άλλα φαντάσματα.

Μα εσύ, σε φαντάζουμαι και κοιτάζεις ακόμ' αλλού, όχι κατά τη θάλασσα πια, μόνο στα σπαρμέν' αυτά τα χωράφια που απλώνουνται μπρος μας, με βώλους τρανούς σα βράχους στημένους εδώ και κει, ως κοντά στακρογιάλι. Κοιτάζεις, σα να το θαμάζεσαι τι να είναι αυτοί οι βώλοι.

Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και άλλου εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με ατάκτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνον του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσεκαθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' «αρμυρίσουν» εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την «ελιμπίστηκα», κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω.

Και πάρα πίσω ακόμα, τα ξακουστότερα του χωριού παλληκάρια, οπού συν τρία και συν τέσσερα μαζί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους ώμους τους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαοιοκομμένους βράχους. Εδώ θυμώνταν κανένας τους παλιούς αντρειωμένους των τραγουδιών, τους σαραντάπηχους των παραμυθιών. Κάπου κάπου σταμάταγαν για να ξανασάνουν και να συγκεντρωθούν.

Και εξεμούσα την περιφρόνησιν της πατρικίας προς τον πλυβείον, το μίσος του Ιακώβ κατά του Εδώμ, τον ήλεγχε διά την προς τους προδότας αδιαφορίαν του, την αδράνειάν του προς τους Φαρισαίους, οι οποίοι τον διέβαλον, την ανανδρείαν του διά τον λαόν, ο οποίος τον εβδελύσσετο. «Είσαι και συ, όπως εκείνος! ομολόγησέ το! Και λυπείσαι την μελαψήν η οποία χορεύει γύρω εις τους βράχους. Πάρε την πάλιν.

Εσένα συλλογιούμαι σ' όλο μου το ταξίδι. Στη Σύρα, που περπατούσα με το φεγγάρι, εσένα είχα στο νου μου, και θαρρούσα πως δεν έβλεπα ζωή πουθενά και πως σέρνουμουν και γω σ' έναν κόσμο πεθαμμένο. Άξαφνα κατέβαινα στο γιαλό, μήτε τον κατήφορο φοβούμουνα μήτε το σκοτάδι μήτε τους βράχους. Με θωρούσαν και κρυφολαλούσαν. Ποιος είναι τούτος ο τρελλός; -Όχι! δεν είμαι τρελλός.

Εσένα μη σε μέλη για τους δασκαλισμούς· πήγαινε ίσια το δρόμο σου. Άμα είναι ησυχία κι αγεράκι δε φυσά, θώρειε τη θάλασσα πέρα πέρα που γιαλίζει σα γιάλινος απέραντος κάμπος. Κοίταξε και τους βράχους που γκρεμνούνε και παν κάτου ως το γιαλό, ολόλαμποι βράχοι που στράφτουνε σαν τασήμι. Ανέβα ακόμη πιο αψηλά· άξαφνα στρίβει ο δρόμος και λες πως μπαίνει μέσα στα βουνά, στη ρεματιά μέσα.

Απάνω από το μύλο διαβαίνει ξύρριζα στο βουνό το λιθοστρωμένο ντερβένι του Μετσόβου. Μονοπάτι μικρό, οπού πολλές βολές το χάναμε μπροστά μας, μας έφερεν ύστερ' από λίγον ανήφορο ανάμεσ' από βράχους κι απ' αγκαθερές φυτιές στο μοναστήρι ψηλά. Το μοναστήρι είνε τεσσεράγκωνο με ψηλούς και πλατιούς τοίχους και με σιδερένιες χοντρές πόρτες.

Δεν είναι μήτε της δουλειάς μας, μήτε πολύ γνωστικό μας φαίνεται να ξετάζουμε τι θα γινότανε αν τύχαινε και βασίλευε στην Κωσταντινούπολη διαφορετικός άνθρωπος από τον Ιουστινιανό. Πρέπει να τον κοιτάζουμε καταπώς είτανε. Μας έκαμε μεγάλα κακά, και το μεγαλήτερο, που έβαλε μπόδια τεχνητά σε ίσιο και σε φυσικό δρόμο. Έρριξε βράχους και χώματα να γυρίση τον ποταμό.

Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ' Αχειλά το ρέμμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά το φαινόμενον ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόμους πλατάνους· ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων, έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον, αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια, τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον, αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψη εις το ρεύμα, και ανεσήκωνε πέτραν τινά διά να τα κυνηγήση.