Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Υπάρχουνε πολλές δυστυχίες στον κόσμο. Δεν είναι ανάγκη να κλαις γι' αυτό. Αν είχαμε να κλαίμε για όλες τις συμφορές του κόσμου .. . ΔΩΡΑ — Αν ξέρατε, μπαμπά μου, πόσο την πόνεσα. Μια στιγμή σήκωσε τα μάτια της επάνω μου, πνιγμένα στα δάκρυα. Εκείνη η ματιά της μου φάνηκε πως μου ζητούσε μια βοήθεια, μια παρηγοριά.
Και τότες, που έπρεπε ο Γρηγόριος, αν είχε του Αθανασίου ή του Βασιλείου το χαρακτήρα, να μείνη σταθερός κι ακλόνιστος και να διαφεντέψη τη φιλανθρωπική εντολή της θρησκείας, άρχισε σταλήθεια να βαριεστίζη και να κλονίζεται και να λαχταρή την ποιητική τη γαλήνη, που πάντα τηνέ ζητούσε άμα του φαίνουνταν ανυπόφερτος πια ο κόσμος!
Κι όταν το χέρι του ενός ζητούσε το χέρι του άλλου, το κάναμε μόνο γιατί γνωρίζαμε πως ο ένας δεν μπορούσε να το υποφέρη να είναι μακριά από τον άλλον, αν κ' οι δυο μας το αιστανόμαστε πως καταβάθος είμαστε μακριά. Τα παιδιά μπαίνανε να μας καλονυχτίσουν. Τα φιλούσαμε και τα κοιτάζαμε που φεύγανε.
Κάποιους συλλογισμούς ήθελε να διώξη απ' το κεφάλι του, κάτι ζητούσε, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι ζητά.
Η αλήθεια είνε ότι και οι φίλοι του τού έκαμαν παρατηρήσεις και η Φοιβίς του ζητούσε πολλά, αλλ' εγώ πιστεύω ότι μάλλον τα μάγια μου τον έφεραν. Αλλ' η μάγισσα μου έμαθε και κάτι άλλο διά να κάνω τον Φανίαν να μισή και να σιχαίνεται την Φοιβίδα.
Άξαφνα σαν να πνιγότανε, σαν να ζητούσε μια υστερνή βοήθεια, τινάχθηκε απάνω, άπλωσε τα χέρια του, σαν να ήθελε να γαντζωθή από κάπου. Όλοι παραμέρισαν τρομαγμένοι, ένας κρύος τρόμος τους έπιασε, σαν είδαν τα κοκκαλιάρικα χέρια του να απλώνωνται σαν γάντζοι στον αέρα, ζητώντας ναρπάξουν κάτι τι στον αέρα, να το συνεπάρουν μαζί τους. Μια γρηά τον έπιασε απ' τις πλάτες, να του βάλη αντιστύλι.
Ο Έφις χαμογελούσε. «Έλα», του είπε, πιάνοντάς τον από το χέρι, και αφού περπάτησαν λίγο: «ακούς;» Ο τυφλός άκουγε τη φωνή του άλλου συντρόφου που εκεί, μπροστά τους, ζητούσε ελεημοσύνη. «Τώρα δεν θα κάνετε όπως την άλλη φορά», είπε ο Έφις. «Εάν τσακωθείτε και σας συλλάβουν, εγώ νίπτω τας χείρας.»
Όσο που αργά και σιγαλά σβήνει στερνά κι εκείνη, κι απλώνει ένα μισόφωτο θαμπά, χαλκά λευκό, μισόφωτο που σούρουπο σιγά σιγά έχει γίνει, που και η κατσίκα χάνεται χαλκή μες στο χαλκό. Κι όπως στη ράχη βόσκοντας μακραίνει το κοπάδι, κάπου ένα μόνο απόβαθα κουδούνι τώρα ηχεί σαν κλάμα, σαν παράπονο που σκέπασε το βράδυ στ' αλαργινά ό τι αλαργινό ζητούσε μια ψυχή.
Τι ευχαρίστηση θα λάβουν οι λος πάδρες, όταν μάθουνε, πως τους έρχεται ένας λοχαγός, που ξέρει τα βουλγαρικά γυμνάσια! Όταν φτάσανε στα πρώτα φυλάκια, ο Κακαμπός είπε στο φρουρό, ότι ένας λοχαγός ζητούσε να μιλήση στον κύριο διοικητή. Πήγανε να ειδοποιήσουνε τη μεγάλη φρουρά. Ένας αξιωματικός Παραγουαϊάνος έτρεξε στον διοικητή να του μεταδώσει την είδηση.
Και για κυβέρνα του ο λαός και γης καλό κομάτι του χάρισε απ' τα διαλεχτά, μ' αμπέλι και χωράφι. 195 Μα όταν κι' αφτόν τον μίσησαν όλοι οι θεοί κατόπι, 200 αφτός γυρνούσε έτσι έρημος στο Γυριστόνε κάμπο. και με καημένη την καρδιά τ' απόμερα ζητούσε. 202 Κι' εκείνη τρία τούκανε παιδιά, η βασιλοπούλα, 196 τον Ίσαντρο, κι' Απόλοχο, τη Λαοδάμη τρίτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν