Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Αλλά το χαμόμηλον τα έβλεπε και τα εθαύμαζε και έλεγε μέσα του; «Τι λαμπρά και ωραία άνθη· το πουλάκι εκείνο κελαδεί δι' αυτά, και πετά απ’ επάνω των να τα βλέπη. Καλά και εφύτρωσα εδώ και ημπορώ να τα θαυμάζω από πλησίον.»
« Σώζω το Σούλι 'πό φωτιά. »'Σ την Ρούμελη πετάω. » Μαυροκορδάτος σήκονε »'Πανάστασις σημαία, » Κ' έσερνε για την Ήπειρο » Παλλήκαρα γενναία. » Πήγα κ' εγώ από κοντά, »'Σ την Πέτα , πολεμάω.» « Εννιά χιλιάδες Αλβανοί » Από την Άρτα βγήκαν, »'Κ' είχανε το Ρεσίτ-πασσά » Μεγάλον αρχηγότους. » Αρχίνησεν ο πόλεμος, » Νικήσαμε τους πρώτους· »'Σ τη δεύτερη την έφοδο.... » Ω,... νικηταί μας βγήκαν.»
Ο άνθρωπος εκεί αφίνει το αίσθημά του ελεύθερον να πετά, να πηδά, να χορεύη, να τραγουδή, ως πετώσι και πηδώσι και χορεύουσι και τραγουδούσι τα ελεύθερα πουλιά κυνηγούμενα μεταξύ των μίαν ωραίαν πρωίαν από 'κλάδου εις κλάδον.
Σωκράτης. Μπα! Και πώς; Μήπως καταδιώκεις κανένα που πετά; Ευθύφρων. Διόλου δεν πετά αυτός, τον οποίον εγώ καταδιώκω, διότι αυτός αντί να έχη πτερά, είναι τόσον γέρων, ώστε μόλις μπορεί να περιπατή. Σωκράτης. Ποίος λοιπόν είναι αυτός; Ευθύφρων. Είναι ο πατέρας μου ! Σωκράτης. Τι μου λέγεις; Ο πατέρας σου είναι; Ευθύφρων. Μάλιστα, ο πατέρας μου ! Σωκράτης.
Έξαφνα αρπάζει το παιδάκι τον στρατιώτην και τον πετά μέσα εις την φωτιάν. Δεν είπε διατί τον επέταξεν. Ίσως ο διάβολος της ταμβακοθήκης του έδωκεν αυτήν την ιδέαν. Ο στρατιώτης είδε τότε φως πολύ τριγύρω του, και ησθάνθη τρομεράν ζέστην αλλά δεν ήξευρε καλά καλά αν τον εζέσταινεν η φωτιά, ή η αγάπη του διά την χορεύτριαν.
Δύο-τρεις καλύβαι εδώ, πεντέξ παρέκει, δεκάς οικίσκων αλλαχού. Επί των λοφίσκων, επί της ακτής. Ιδού έν μεγαλείτερον παρά το κύμα. Μικροκάικα πολλά σαλεύουν εγγύς της άμμου ως να παίζουν μετ' αυτής. Και άλλα πάλιν καϊκάκια με τα λευκά πανάκια των πηγαίνουν ν' αράξουν. Ένα τσερνίκι, φορτωμένον «ως τα μπούνια» με τα εκ πανίου παραπέτα, πετά σχεδόν ως θαλασσοπούλι με τον μακρύν λαιμόν του κατάμαυρον.
Εκείνη δι' εκείνον κι' εκείνος δι' εκείνην... την βλέπει 'στούς αστέρας, την βλέπει 'στήν σελήνην, κι' ενώ πετά μαζί της προς ιδεώδη χώραν κι' ο νους και η ψυχή του αλλοφρονεί και φλέγεται, εκείνη ποιος ειξεύρει αν κατ' αυτήν την ώραν δεν 'βρίσκεται εις μέρος, πούν' εντροπή να λέγεται.
» Μες 'ς το Βραχώρι πάλεψα. »'Σαυτό το Μακρυνόρο, » Μες 'ς το Λουτράκι 'σκόρπισα » Τους Τούρκους, 'ς το Κομπότι, »'Στήν Πέτα πήρα την πληγή » Εκείνη μου την πρώτη. »'Σ τη Σοροβίλλα πλήρωσαν » Οι Τούρκοι, πολύ φόρο.»
Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 215 «α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη! δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη, αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου. ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα, αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, 220 μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα• και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώντας 'ς τον αέρα. αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι».
Πέφτει ταπίστωμα, τη γη ρωτά... Χτύπο δεν άκουσε... Μόν' η καρδιά του Μέσα 'ς τα στήθιά του, βαρεί, πετά. Του φάνηκε ότι εξέφυγε... Εμέτρησ' ένα ένα Τάρματα τ' Αστραπόγιαννου, δεν έχασε κανένα Το μαύρο το κλεφτόπουλο 'ς το φοβερό του δρόμο. Σιμά 'ς τη βρύση εκάθισε, καταίβασε απ' τον ώμο Το έρμο το δισάκκι του... Το μάτι του έχει αντάρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν