United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσαις φοραίς ακουμπιστός απάνω 'στο τουφέκι, ωσάν ακοίμητος φρουρός πολεμικής ειρήνης, πότε 'μπροστά μου έβλεπα τον Πόλεμο να στέκη, και άλλοτε τον Έρωτα με πρόσωπο γαλήνης. Ωνειρευόμουν αίματα, ωνειρευόμουν γάμους, κρεββάτια μες' στης λαγκαδιαίς και νυμφικούς θαλάμους.

Βράδυ-βράδυ, μου λέγει ο φίλος μου ο Ιμάμης, άμα νυκτώση· θα σε πάρω να καταιβούμε κάτω μαζί, να ιδής μυστήρια και θαύματα, να ιδής τον παπά σας μέσα εις το άγιο βήμα υψηλός κι' ολόχρυσος να λειτουργά, ακίνητος σαν άγαλμα· να ιδής τον διάκο και αυτόν ολόχρυσον με τα ξανθά μαλλιά του ως την πλάτη να στέκη έξω εις τον χορόν ωσάν μαρμάρινος, ακίνητος.

Η Ρεσπίνα θυγατέρα του Δουχάν, με όλον που εφυλαγόνταν, εις το να στέκη μακράν από τους οφθαλμούς των ανθρώπων, και εις το να ζη μακράν από τα πράγματα του κόσμου, την εσύγχισαν πολλά ογλήγορα εις την μοναξίαν.

Η Φαραζάνα ακουόντας αυτά τα λόγια του Αράπη εγέλασεν υπέρ το μέτρον. Αυτή εστοχάζονταν πως εκείνος θα της ωμιλούσε με αυτόν τον τρόπον, διά να την κάνη να στέκη χαρούμενη· εσύ έβαλες τέτοιους στοχασμούς επάνω εις εμένα, του είπεν· είμαι ευχαριστημένη που το έμαθα· Θέλω κυττάξει να φυλαχθώ εναντίον εις έναν άνθρωπον τόσον κακοποιόν καθώς είσαι εσύ.

Σαν τι ήταν αυτό που είπες; Παράξενη ανάπαυση ! μ' ολάνοικτα μάτια κανένας να κοιμάται! να στέκη να μιλή, να κινιέται, και να κοιμάται βαθυά! ΑΝΤΩΝ. Μεγαλόψυχε Σεβαστιανέ, αφίνεις τη μοίρα σου να κοιμάται, — μάλιστα, να πεθάνη· και, έξυπνος, έχεις τα μάτια σφαλισμένα. ΣΕΒΑΣΤ. Εσύ φανερά ρουχαλίζεις, και τα ρουχαλίσματά σου ακούονται.

Τόσος θόρυβος εγίνετο, ώστε το κανάρι εξύπνησεν εις το κλουβί του, και ήρχισε να κελαδή και να λαλή στίχους. Μόνον δύο δεν εσάλευαν από την θέσιν των: ο χωλός στρατιώτης, και η χορεύτρια, η οποία εξηκολούθει να στέκη εις την άκραν των δακτύλων του ενός της ποδός και να τεντώνη τα δύο της χέρια· ο δε στρατιώτης είχεν όλην την ώραν τα μάτια του στηλωμένα επάνω της.

Αλήθεια, αν παραστέκονταν του Δία η κόρη, η αγία Δίκη, στα έργα του και τις βουλές του, ίσως να γένουνταν κι αυτό° μα ούτε σα βγήκε απ’ τα σκοτάδια της μητρός του, ούτε στα χρόνια τα παιδικά του, ούτε στην πρώτη ακόμη νιότη, κι ουδέ σαν άδρυναν οι τρίχες του γενειού του, η Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξη, κι ουδέ λοιπόν στο ρήμαγμα της πατρικής του της γης, θαρρώ, πως δίπλα του να στέκη τώρα.

Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν έβλεπε πατριώταιςτην Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασίατην ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα πατριώτητην ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκητην πόρτα του ξενοδοχείου με υπερηφάνειαν.