United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατεχομένη υπό των αγνών και ωραίων εκείνων της ζωής συναισθημάτων, μεθ' ων, ως με δροσεράς συντρόφους, εξήρχετο εις την εξοχήν έξω, εμειδίασε τότε· και είδες αμέσως να λάμψη ημέρας φως εις το πρόσωπον εκείνο το ωχρόν και κατηφές. Να λάμψη λάμψις ωραιότητος και νεότητος αυγή, σαν ένας ήλιος της αυγής, θαρρείς.

Ας την ίδω πριν αναχωρήσω, ας μάθω από το στόμα της αν θα λησμονήση το κακόν, το οποίον της έκαμα, και αν θα θελήση να γίνη σύντροφος της ζωής μου. Ο Πέτρος εμειδίασε μετ' αγαθότητος: — Και ποίος θα σου αρνηθή την λογικήν αυτήν ευχαρίστησιν, τέκνον μου; Έπειτα έστειλε την Μαριάμ να ζητήση την Λίγειαν, συστήσας εις αυτήν να μη είπη ποίος ευρίσκετο μεταξύ των. Η απόστασις ήτο μικρά.

Η αραπίνα εμειδίασε φιλαρέσκως, ο Έλλην προσεπάθει να εύρη ισορροπίαν διά να μ' εναγκαλισθή, το βρέφος έκλαιεν αγγλιστί, οι σκύλοι εγαύγιζαν δεν ενθυμούμαι εις ποίαν γλώσσαν και ο νέος Έδισων μου είπεν: — Εκαταλάβατε τώρα, κόρνελ, διατί τρέχουν οι Αμερικανοί; — Δεν εκατάλαβα. — Διατί; — Διότι δεν εννοώ αγγλικά. Τρέχω τώρα, τρέχω μανιωδώς, με την γλώσσαν έξω, με κρουνούς ιδρώτος.

Μα κ' εγώ δεν 'μπορείς νάχης παράπονο. — Όχι· και είδες ζήλια που την έχουν οι άλλοι; όλο να μας βάνουν σε διχόνοια θέλουν. — Ναι μάλιστα εκείνος ο Απρίλης! εγώ δεν τον χωνεύω· αν ήταν τρόπος να φύγη από 'πάνω μας. Ο Μάρτης εμειδίασε πονηρώς.

Η γραία εμειδίασε πάλιν. — Καλά· είπε· κοπιάσετε. Και την ετοποθέτησεν εις προθάλαμον οπόθεν, από μικράν επί της θύρας οπήν, έβλεπεν ελεύθερα τα εν τω παρακειμένω δωματίω. Δεν τον είδε, τον διέκρινε μάλλον, εν τω μέσω των συννέφων του καπνού, τα οποία τον εκύκλωναν. Στηρίζων την κεφαλήν επί υψηλού ερεισινώτου και παίζων με τους θυσάνους του κοιτωνίτου του, εκάπνιζεν, εκάπνιζεν ατελεύτητα.

Και η Γύφτισσα ως να ήτο χριστιανή, διότι δεν είχε περί τούτου σαφή συνείδησιν αν ήτο ή όχι, ήνωσε τους λιχανούς εκατέρας των χειρών εις σχήμα σταυρού, και έφερε το σημείον τούτο εις τα χείλη της. Ο ξένος εμειδίασε σαρκαστικώς. — Ποίος ειμπορεί ν' αμφιβάλλη τώρα; είπε. — Είνε κόρη μου, επανέλαβεν η Γύφτισσα με τραγικόν ήθος. Κόρη μου, από τα σπλάχνα μου και από τα σωθικά μου.

Ο άγνωστος εμειδίασε. — Μήπως ξεύρω κ' εγώ; είπε. — Δεν ειξεύρεις λοιπόν; Και όμως φαίνεσαι εν γνώσει των πραγμάτων. Τότε εφάνη ότι έκαμεν απόφασίν τινα. Η μορφή του έδειξε συγκίνησιν. Εστέναξε και μοι είπε·Δύναμαι να εύρω συνδρομήν εκ μέρους σου, ω γύναι; — Εξ όλης της ψυχής μου υπόσχομαι να σε συνδράμω, απήντησα εγώ. Αρκεί να είνε νόμιμος ο σκοπός σου.

Ωνειρεύθη ότι η μητέρα της την συνελάμβανεν επ' αυτοφώρω ερευνώσαν να εύρη το κομπόδεμα, κάτω εις το ισόγειον, ανάμεσα εις τα βαρέλια και τα πιθάρια και τον σωρόν των καυσοξύλων ως την είδεν, εμειδίασε πικρώς, το σύνηθες μειδίαμά της, και διά να την εβγάλη τάχα από τον κόπον, επήρε μοναχή της το κομπόδεμα, έβγαλε και της εχάρισεν από τα τόσα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, τρία γερμανικά τάλληρα, τρεις ρηγίνες, απ' εκείνας που είχαν και την εικόνα της Παναγίας επάνω, με την επιγραφήν «Patrona Bavariae». Η Φραγκογιαννού, μετά χαράς μεμιγμένης μ' εντροπήν, επήρε τα τρία νομίσματα, από τα χέρια της μητρός της πλην όταν τα εκύτταξε, είδεν ότι τα τρία εκείνα νομίσματα, με τα πρόσωπα που έφερον επάνω, ήσαν τρία προσωπάκια, μικρά, πελιδνά, με σβυσμένα ματάκια . . . . Ω! τρόμος! προσωπάκια μικρών κορασίδων!