United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άρχισαν οι φίλοι να του λεν του Μίμη για την κακοριζικιά του Νίκου που πήγε κ' έκλεψε ένα κορίτσι σαν το κρύο το νερό-ενού μηνός απόχηρος με πέντε δάχτυλα θλίψη στο καπέλλο!-και το κρατάει λέει τώρα κλειδωμένο μες την κάμαρη γιατί φοβάται μην του φύγη. Μεθυσμένοι ήταν και τάλεγαν αρπαχτά ταστεία.

Πώς την έσφιγγαν τα δάχτυλα του γλυκά κάτω απ’ τις αμασχάλες!. . . Λιόλια-Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Πάμε, πάμε στο βουνό ί. . .

Ακόμη και τα δάχτυλά του, που ήταν τυλιγμένα με τη χρυσή καδένα επάνω στο στήθος του, έμοιαζε να γελάνε. Ο Έφις τον κοίταζε τρομαγμένος, με τα μάτια όλο αγωνία, σαν τραυματισμένο ζώο. «Μα εκείνος πεθαίνει από την πείνα! Τον είδα προχθές. Έμοιαζε με ζητιάνο με τρύπια παπούτσια. Ακόμη και το ποδήλατό του πούλησε, δε σου λέω τίποτε άλλο!» «Όχι, πείτε μου!

Να, ένα ακαθόριστο διάχυτο φως φωτίζει τριγύρω την πεδιάδα∙ είναι ένα λευκό δαχτυλίδι επάνω από έναν μαύρο κύκλο. Είναι η αυγή. Οι τυφλοί σηκώνονται, μπλέκουν τα δάχτυλά τους, σκύβουν μπροστά του και τον αναγκάζουν να καθίσει επάνω στα χέρια τους και να βάλει τα μπράτσα του γύρω από το λαιμό τους. Έτσι τον ανασηκώνουν, τον παίρνουν μακριά, τραγουδώντας, όπως κάνουν τα παιδιά όταν παίζουν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης. — Μάλιστα αφού το λέτε σεις το πιστεύουμε· είπε κι ο Θεομίσητος. — Μάλιστα, το λέω γω γιατί είμαι γω· ναι, είμαι Ευμορφόπουλος ! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος. Κ' οι Ευμορφόπουλοι να το ξεύρετε τ' όνειρο και την πράξη τα είχαν ένα· να, έτσι δα, έτσι δα! είπε σφιχτοπλέκοντας τα δάχτυλά του.

Έβαλε τα δάχτυλα στο λαιμό του κ' έσφιγγε δυνατά σα νάσφιγγε το καρύδι του Θεομίσητου. Μα ο Δημητράκης έτρεξε και του ξεκόλλησε με δυσκολία τα χέρια. — Βρε, αδερφέ, τι σου φταίει ο κόσμος και τον φορτώνεσαι; του είπε αυστηρά. Έπειτα σκύβοντας κάτω·Έχεις δίκιο κ. Κουρδουκέφαλε· έχεις δίκιο· είπε μαλακά. Μάς δάνεισες, να πάρης πίσω τα λεφτά σου.

Η τέχνη αυτή δίνει και στο δραματικό στοιχείο μιαν ευμορφιά πνευματικώτερη. Στα δάχτυλα μετρούνται τα διηγήματα του Βιζυηνού· μα και γι' αυτό το καθένα μπορεί να κρατηθή στη μνήμη του καλαισθητικά αναθρεμμένου αναγνώστη μέσα σε μια κορνίζα ξεχωριστή. Το «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι δράμα, και με κάθαρσιν μάλιστα.

Ή καθότανε μονάχα εκεί ο Σβεν κ' έκοβε χορταράκια και τα κοίταζε και τα περνούσε ανάμεσα από τα δάχτυλά του κι όταν γέμιζε το χέρι του, τα πετούσε κι άρχιζε να κόβη άλλα. Αυτό το έλεγε ο ίδιος «παιγνίδι στη χλόη» και μπορούσε να μιλή πολλή ώρα γι' αυτό, όταν άφινε τα παιγνίδι κ' έτρεχε να διηγηθή της μαμάς τις ανακάλυψες που έκαμε.

Έπειτα έγραψε κάτι καινούργια φάρμακα : πρώτα ένα νερό κιτρινωπό σαν τσάι που θα γράφη απόξω στο μπουκάλι «Δακτυλίτις», να παίρνη δυο κουτάλια της σούπας, ένα το πρωί κ’ ένα το βράδυ, για τρεις μέρες το πολύ, κ' έπειτα από λίγες μέρες ξανά δεύτερο έν' άλλο που θάχη χρώμα σκούρο κόκκινο και θα λέη «Κολά», να βάζη από μισό κουταλάκι ή καμμιά εικοσαριά στάλες στο κρασί της-τρία δάχτυλα κρασί μαύρο κάθε φορά, όχι περισσότερο.

Ήρθα εδώ γιατί δεν ήξερα πού να πάω…. Εκεί υπάρχει πολύς κόσμος… Εκεί πρέπει να είναι κανείς κακός για να κάνει την τύχη του. Δεν μπορείς να καταλάβεις! Υπάρχουν πολλοί πλούσιοι….. Υπάρχει όμως και πολύς κόσμος…..» Κουνούσε τα δάχτυλα και είχε το χέρι απλωμένο, σαν να έδειχνε το πλήθος και ο Έφις κοίταζε το πόδι του και ψιθύριζε με τρυφερότητα και λύπηση: «Ψυχή μου