United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθισμένες έτσι οι τρεις αδελφές έμοιαζαν καταπληκτικά∙ μόνο που αντιπροσώπευαν τρεις διαφορετικές ηλικίες: η ντόνα Νοέμι ήταν ακόμη νέα, η ντόνα Έστερ ηλικιωμένη και η ντόνα Ρουθ ήδη γριά, αλλά κοτσονάτη, ευγενική, γαλήνια. Τα μάτια της ντόνας Έστερ, λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από εκείνα των αδερφάδων της, μ’ ένα χρώμα καστανό χρυσαφί, είχαν μια λάμψη παιδική και πονηρή ταυτόχρονα.

Από όλες της τις χώρες φορτώματα φθάνανε το χρυσάφι, τασήμι και τατίμητα πετράδια και όσα καλά έβγαζε στεριά και θάλασσα, φορτώματα φθάνανε στα πόδια της βασίλισσας, Κ' η βασίλισσα, που ήταν καλόκαρδη και πονετική, χάριζε όλα της τα πλούτη στους φτωχούς. Και πάλι τίποτε δεν της έλειπε. Μα με όλα της τα καλά, η βασίλισσα είχε έναν πόνο στην καρδιά, γιατί δεν είχε αποκτήσει παιδί.

ΜΙΚ. Αυτό ακριβώς• σαν να είδε το ίδιο όνειρο ο Πίνδαρος, επαινεί το χρυσάφι. Και τώρα για να σου το διηγηθώ, Πετεινέ, πρέπει να σου πω ότι χθες, όπως ξέρεις, δεν έφαγα εδώ. Διότι ο Ευκράτης ο πλούσιος με συνήντησεν εις την αγοράν και μου είπε να λουσθώ και να πάω να δειπνήσω μαζή του.

Η πύλη ήτανε διακόσια είκοσι πόδια ψηλή κ' εκατό πλατυά· είναι αδύνατο να εκφρασθή από τι υλικό ήτανε· καταλαβαίνει κανείς εύκολα πόση τεράστια υπεροχή έπρεπε νάχη σχετικά μ' αυτά τα χαλίκια και μ' αυτήν την άμμο που τα ονομάζομε μεις χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια.

Και μου φαίνεται ότι ο Όμηρος λέγει για τα μαλλιά σου ότι ήσαν όπως των Χαρίτων διότι «χρυσώ τε και αργύρω εσφήκωντο». Πολύ καλλίτερα και ωραιότερα εφαίνοντο όπως συνεπλέκοντο με το χρυσάφι και έπαιρναν την λάμψιν του.

Κι' ο Βασιληάς του το παραχώρησε μπροστά σ' όλους τους ανθρώπους του παλατιού του. Τότε ο Καερδέν προσέφερε στη Βασίλισσα μια ωραία πόρπη δουλεμένη με φίνο χρυσάφι.

Φιλτισωμένες οι πόρτες, χρυσωμένα τα στεγάσματα, χάμου μυριόχρωμα ψηφιδωτά και χαλιά μαλακά και βαριότιμα. Οι τοίχοι ολοτρόγυρα μάρμαρο από τα σπανιώτερα, κι αν έλειπε το μάρμαρο, χρυσωμένοι κι αυτοί. Κρεββάτια φιλτισωμένα ή αργυρόφκιαστα, κι αν είταν από σπάνιο ξύλο, δεν έλειπε μηδ' από κει το χρυσάφι.

Αυτά 'πε, και ο σεβαστός Αλκίνοος εχάρη, 385 κ' εστράφη ευθύς και αγόρευσε των ναυτικών Φαιάκων• «Ακούσετε μ', ω αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων. γνώσιν πολλήν αληθινά πως έχει ο ξένος δείχνει• και τώρα δώρα ξενικά να του δοθούν, ως πρέπει. ότιτον δήμο δώδεκα κρατούν την εξουσία 390 βασιλείς ένδοξοι, κ' εγώ μετ' αυτούς δέκατος τρίτος. καθείς σας τώρα καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα δόστε του, κ' ένα τάλαντο βαρύτιμο χρυσάφι• και όλ' ας τα φέρουμε μαζή για να τα λάβη ο ξένοςτα χέρια του και ολόχαροςτον δείπνον να καθίση. 395 και τώρ' αυτόν ο Ευρύαλος με λόγους να πραΰνη και μ' ένα δώρο, ότι κακά του 'χει ομιλήσει πρώτα».

Απάντησε στο χαιρετισμό με τα μάτια, μαύρα χρυσαφί κι εκείνα κάτω από μακριά ματόκλαδα, αλλά δεν μίλησε και δεν κατέβηκε.

Ένας τόπος αλάκερος, ανθρώποι νοικοκυραίοι, που δε γύριζαν να φτύσουν, με το συμπάθειο, απάνω του, καπετανέοι που κουβαλούσαν το χρυσάφι με τα τσουβάλια, καπετάνισσες, που δε σήκωναν τα μάτια να τον κυττάξουν στις καλές τις μέρες, ένας τόπος αλάκερος, κύριε έφορα, κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη. Ο νεόφερτος υπάλληλος δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβη τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας.