Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Πρωί πρωί της άναπτε την φωτιάν και της έψηνε τον καφέ της, που της είχε φέρει από το ταξείδι, εωσού να ξημερώση καλά και έλθη η εξαδέλφη του, η Λουξανιώ, μία πτωχή και ηλικιωμένη ξενοδουλεύτρα, οπού η δουλειαίς δεν την άφησαν να πανδρευθή, για να της σκουπίση, να της ξετινάξη το μενδεράκι της, και να της μαγειρεύση έπειτα κανένα φαγάκι, έχουσα δίπλα της και τη δουλειά της, το ράψιμό της, καμμιά φορά και τα λανάρια της.

Μα οπόταν εκατάλαβα που ήτον σιμά να ξημερώση ετραβήχθηκα εις τον συνηθισμένον μου τόπον. Ήτον όλοι της Γάζνας τόσον στερεά βεβαιωμένοι, πως εγώ ήμουν ο Μωάμεθ, αφού σχεδόν ολίγον έλειψε να το πιστεύσω και εγώ πως ήμουν αυτός ο ίδιος ο προφήτης διά τα όσα εκατώρθωνα.

Ο Καπετάνιος που εγνώριζε τον ναύτην άνθρωπον πιστόν, το επίστευσε, και επρόσταξεν ότι κανείς να μην έβγη έξω, παρά να σταθούμεν εις το καράβι εκείνην την νύκτα, και το ταχύ πριν να ξημερώση να μισεύσωμεν από ένα τόπον τόσον κινδυνώδη. Αυτή η απόφασις ήτον η πλέον καλύτερη, εάν την εβάνονταν εις έργον ευθύς και αν εμισεύαμεν εκείνην την ίδιαν βραδυάν.

ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Μα θα θελήσουν να περιμείνουν όσο να ξημερώση; Όσο γι' απόψε όμως ας μη με προσμένουν. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Δεν κάνετε καλά, κ. εργοστασιάρχη, δεν κάνετε καλά, και φοβάμαι μήπως σε λίγο τους δήτε όλους κάτου από το σπίτι σας. Στην οργή! Στην οργή! . . . Ό Φιντής αυτιάζεται. Έλα μέσα να δης και συ τι έχει η Αννούλα. Τόση ώρα δεν μπορώ να τη ησυχάσω.

Θαρρούνε πως καίγουνται· και σ' εμάς υπάρχει η φωτιά. Θέλουμε να βλέπη ο ένας τον άλλονε· για τούτο παρακαλούμε να ξημερώση γληγορότερα. Απάνου κάτω αυτό είναι ο έρωτας· κι αγαπιόμαστε χωρίς να το ξέρουμε. Μα αν είναι τούτο ο έρωτας κ' εγώ αυτός που αγαπιέται, γιατί λοιπόν υποφέρνουμε αυτά; και γιατί ζητάμε ο ένας τον άλλον; Αληθινά τα είπεν ο Φιλητάς.

Ούτε την νύκτα λοιπόν δε μπορώ να γλυτώσω εξ αιτίας σου από την αναθεματισμένη τη φτώχεια; Αν κρίνω από τη μεγάλη ησυχία που είνε έξω και από το κρύο που δεν άρχισε ακόμη, όπως συμβαίνει κατά τις πρωινές ώρες, να με παγόνηαυτό σαν τον καλλίτερο ωροδείκτη με ειδοποιεί ότι πλησιάζει να ξημερώσηδεν είνε ακόμη μεσάνυχτα, και όμως αυτός ο ξενύχτης, ως να τον έχουν βάλη να φυλάττη το χρυσούν δέρας, ήρχισε από νωρίς να κράζη.

Εμίσευσα από αυτήν πριν ξημερώση, με τάξιμον, ότι να ξαναγυρίσω την ακόλουθον νύκτα· επήγα ευθύς και εμβήκα εις την μηχανικήν κασσέλαν μου, και εσηκώθηκα πολλά εις τα ύψη διά να μην ήθελαν με ιδούν οι φύλακες.

Δεν είναι μεγάλη ανάγκη να ξαναγραφούν αυτές οι σελίδες, και τις αφίνουμε. Ως τόσο δεν αργήσανε ναρθούν τα Χριστούγεννα. Τα φορέματα που μου τοίμαζε τώρα και δυο βδομάδες η αδερφή μου είτανε βαλμένα κοντά στο προσκέφαλό μου, να τα βρω την αυγή σα με ξυπνήσουνε να με πάρουνε στην εκκλησιά. Σηκωθήκαμε τρεις ώρες πρι να ξημερώση.

Έπειτα από ετούτα, αυτός στοχαζόμενος ότι ήτον χρέος ευγενείας να με αφήση μόνον με την θυγατέρα του, ανεχώρησεν εις άλλον χοντζερέ, και εγώ επεριδιάβασα όλην την νύκτα με την Σχυρίναν, και πριν ξημερώση εμίσευσα, και ήλθα με την κασσέλαν εις τον συνηθισμένον λόγγον.

Πώς ν' αφήσωμε τον καϋμένο τον παππού ολομόναχο και άρρωστο! Πριν ξημερώση, η Φωτεινή έκαμεν ένα δέμα τα ολίγα πράγματα, όσα της εχρειάζοντο, και, με την ευχήν του πατέρα και της μητέρας της εξεκίνησεν. — Ο Θεός να είνε μαζί σουτο δρόμο σου, της είπαν. Έπρεπε να περιπατήση όλην την ημέραν η μικρά κόρη, διότι ο παππούς εκατοικούσε πολύ μακρυά.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν