Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουλίου 2025


Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα πολλά γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή ζωής· εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν σπητάκι, και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο.

Η Καλεκάρη, που εκάθονταν απέναντί μου εις το τραπέζι, με εκύτταζε συνεχώς χαμογελώντας, και εφαίνονταν να εσυμπαθούσεν εκείνην την αυθάδειαν που της έδειξα εις τον κήπο. Εγώ από το μέρος μου κάθε ολίγον έρριχνα τους οφθαλμούς μου επάνω της, μα τους εχαμήλωνα οπόταν έβλεπα που αυτή με εκύτταζεν.

Όλοι με την απόκρυφη φωτιά του πόθου μέσα τους. Όλοι με την ακόλαστη μανία πολυκαιρινοϋ στερεμού στη ματιά τους. Τα παραθύρια του Ένα εκρέμονταν πάνω από την καγκελωτή της αβλής σιδερόπορτα κ' έβλεπαν τα πεζούλια αποκάτω. Εκαθόνταν κι ακαρτέραγαν οι επισκέφτες κάτω στα πεζούλια αραδαριά.

Ετούτη η βασίλισσα εκάθονταν επάνω εις μίαν μαξιλάραν χρυσήν, περικυκλωμένη από τες σκλάβες της, που εστέκονταν ορθές διηρημένες εις δύο μέρη· άλλες μεν ελαλούσαν διάφορα μουσικά όργανα, και άλλες ετραγωδούσαν και έκαναν μίαν αρμονίαν θαυμασίαν. Ευθύς που η Ζωμπαΐδα είδε τον βασιλέα και τον Αμπτούλ, εσηκώθη εις συναπάντησίν των.

Είδα τον Μίνω, του Διός λαμπρόν υιόν, 'που εκράτει σκήπτρο χρυσό κ' εκάθονταν κριτής των πεθαμένων, όπ' άλλοι ορθοί τριγύρω του και άλλοι καθισμένοι 570του Άδη το πλατύπυλο το δώμα εδικαζόνταν. Είδα και τον θεόρατον Ωρίωνα κατόπι ν' ανακατόνη τα θεριά 'ς τ' ασφοδελό λιβάδι, κείνα, 'που εις όρη απάτητα φονεύσ' είχεν εκείνος• και ρόπαλον ολόχαλκον ασύντριφτο κρατούσε. 575

Φθάνοντας δε ο Κουλούφ εις την αυλήν του Βασιλέως, ευθύς έτρεξαν οι Οφφικιάλοι του Βασιλέως, και τον ανέβασαν εις το παλάτι, και τον έφεραν εμπρός εις τον Βασιλέα, ο οποίος ήτον ενδυμένος με φορέματα σκεπασμένα από διαμάντια, ρουμπίνια, και σμαράγδια, και εκάθονταν επάνω εις ένα θρόνον από χρυσάφι και φίλδεσι, και τριγύρου του οποίου έστεκαν οι πρώτοι αυθεντάδες της Ταρταρίας.

Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδατην κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία• 85 τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη. αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι, τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν, και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι. να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, 90 εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων, ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε. και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• 95 και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε• Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι, και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα• ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, 100 όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του, σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων, 'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια».

Δαμοίτας κάποτε, Άρατε, και Δάφνις ο βουκόλος μάζεψαν τα κοπάδια τους κ' οι δυο σ' ένα λιβάδι· ο ένας μόλις χνούδωνε κι ο άλλος ξανθογένης· στη βράση του καλοκαιριού και μέσ' στο μεσημέρι σε μια βρυσούλα εκάθονταν και τέτοια τραγουδούσαν. Πρώτος ο Δάφνις άρχισε γιατί και τώπε πρώτος.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν