United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος.

Ούτε ο χορός ούτε τα δροσιστικά ήσαν φαίνεται της ορέξεώς των, ενώ δε η λοιπή ομήγυρις συνεκρότει περί την αίθουσαν τον ορχηστικόν της κύκλον, οι δομινοφόροι ετρέποντο αψοφητί ως φαντάσματα προς την θύραν, και ητοιμάζοντο ήδη να διαβώσι την φλιάν, ότε κυρία τις αποσπάται του συρτού, τοποθετείται δίκην Κερβέρου προ της θύρας, και ερωτά επιχαρίτως μειδιώσα·

Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό, κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω! — Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε τάπαθα. Δεν τάμαθες, μαθές; — Πού να τα μάθω πίσωτα πράματα: — Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ' ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο.

Μήπως μόνος ο Ίων, είπεν ο Ευκράτης, είδε τοιαύτα φαντάσματα, δεν έτυχε δε να συναντήσουν δαίμονας άλλοι μεν νύκτα και άλλοι ημέραν; Εγώ όχι μίαν φοράν, αλλά μυριάκις είδα τοιαύτα πράγματα.

Επήρα τον ανήφορον, βαδίζων τον φράκτην-φράκτην εν μέσω αμπέλων και ελαιώνων, ανέβην εις το Κοτρωνάκι, εις τους Σακαλάρους, έφθασα εις του Βαραντά το ρέμμα, όπου «εκρότιζεν» ο τόπος, αλλ' εγώ δεν εκροτιζόμην· δεν είχα εις τον νουν μου στοιχειά και φαντάσματα, αλλά προαπήλαυα το «πεποικιλμένη». Διέσχισα πέρα-πέρα το ρέμμα, εμβήκα εις τον Μεγάλον Ανήφορον, στο Μεροβόλι, και τέλος με πολύ άσθμα και ιδρώτα έφθασα εις τον Άι-Λια.

Τα εμφανιζόμενα εις τον ύπνον, και όσα φαντάσματα της ημέρας λέγονται φυσικά, η σκιά λόγου χάριν, όταν με το φως γίνεται σκότος, και η αντανάκλασις, όταν το ιδικόν και το ξένον φως συναντάται εις τα λαμπερά και γιαλιστερά πράγματα, και κάμνη την εμπροσθινήν των όψιν να αλλάξη την συνηθισμένην της μορφήν και να κάμνη την αντίθετον εντύπωσιν. Θεαίτητος.

Γουλιέλμε, έτσι είναι, και δεν μουρμουρίζω· τα άνθη της ζωής δεν είναι παρά φαντάσματα! Πόσα παρέρχονται, χωρίς ν' αφήσουν ουδέ ίχνος! Πόσον ολίγα δίνουν καρπόν, και πόσον ολίγοι απ' αυτούς τους καρπούς ωριμάζουν! Και όμως είναι ακόμη αρκετοί· και όμως — ω αδελφέ μου! — δυνάμεθα να παραμελήσωμεν ωρίμους καρπούς, να τους περιφρονήσωμεν, να τους αφήσωμεν άγευστοι άγευστοι να σαπήσουν;