United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η όψη του άλλαξε για μιας· έγινε γλαρή και παθητική σα να κύτταζε ερωμένη. Έπειτα μάλαξε το μέτωπό του, έσυρε το χέρι στα μαλλιά του, στύλωσε τα μάτια του στα κούφια και με δυνατή φωνή και παράδοξες χερονομίες άρχησε ν' απαγγέλλη : — Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον και .... Του ήρθε δυνατός λυγμός κ' έκοψε την απαγγελία του.

Πως μια φορά κ' έναν καιρό, μια μόν' ήταν η ρίζα Και χίλια τ' αντιρίμματα... 'Στα στήθια του αναβράζουν Σατο κυβέρτι η μέλισσαις πριν ο γονός κινήση, Αμέτρητα φαντάσματα, και πότε ο λογισμός του, Ανήμερο αγριοπούλαρο, πετιέται, λειβαδεύει Και βόσκει μεςτα ονείρατα, πότε του παραστένει Την άβυσσο, που ερούφηξε το βράχο πούχε χτίση Με στοιχειωμένα ριζιμιάτα Γιάννινα ο Βηζύρης, Και τότ' ενύχτονε η χαρά με μιαςτο μέτωπό του Επίκραιναν τα χείλη του, κι' ανατριχύλαις κρύαις Του ράγιζαν τα κόκκαλα και τώκοβαν το αίμα.

Στάθηκε τότες ο Αριστίωνας στο μαρμαροπελέκητο Βήμα. Έτριψε το σοφό μέτωπό του, έρριξε σοβαρή ματιά γύρω, άλλη σοβαρώτερη ματιά προς ταπάνω, και τους λέει· «Έχω κ' έχω να σας πω, Αθηναίοι, και δεν κοτώ». — «Θάρρος και πες τα μαςξεφωνίζουν οι πατριώτες. Τους άρχισε τότες. Μήτε ο Όμηρος δεν ύμνησε τον Αχιλλέα όσο τις δόξες του Μιθριδάτη ο Αριστίωνας.

Τι λύπη ! τι λύπη ! Κ' η ματιά του έπεσε και στο πρόσωπο της Λιόλιας, που μόλις μπήκε αυτός μέσα, σηκώθηκε απ’ την καρέκλα κοντά στο κρεββάτι που καθόταν κ' έραβε και τονέ χαιρέτησε μ' ένα βυσσινύ χαμόγελο, ρίχνοντας με το χέρι πίσω κάτι σγουρόμαλλα απ’ το μέτωπό της.

Τον Βέρθερο τον είχαν βάλει στο κρεββάτι με το μέτωπο σκεπασμένο· το πρόσωπό του, σαν πεθαμένου, δεν έκανε καμμιά κίνηση. Ο πνεύμονας άσθμαινε ακόμη φοβερά, πότε αδύνατα, πότε με περισσότερη δύναμη. Από το κρασί είχε πιη μόνο ένα ποτήρι. Η Αιμιλία Γαλότη ήταν ανοικτή μπρος στο γραφείο του. Για την ταραχή του Αλβέρτου, για το κλάμμα της Καρολίνας δεν μπορώ να πω τίποτε.

Τον κύτταξα χωρίς να πω λέξι, όπως βλέπει κανείς όλα τα παράξενα πράμματα στον κόσμο. Η ευγνωμοσύνη ήταν ζωγραφισμένη ανάποδα στο μέτωπό του! Το ημίψηλο του βουλευτή με τη ναυτική πατατούκα, και το ιερατικό βρακί με τα δημαρχικά παπούτσια έκαναν μια παράξενη και αξιοθρήνητη αρμονία απάνω του. Και θυμήθηκα την υπηρέτριά μου: — Μη βιάζεσαι, αφέντη· αυτός που σε περιμένει δεν είνε και τόσο κύριος...

Το χοντρό και μαύρο του χέρι σπόγγισε ίδρωτα αγωνίας από το μέτωπό του. — Α! γυναίκα, γυναίκα, είπε μαναστεναγμό, καλά που μούλεγες και δε σάκουσα. Να η αμαρτία που μέφερε, Κεδά είντα θα κάμω; Μια στιγμή κίνησε για να γυρίση στο χωριό· αλλ' ευθύς άλλαξε γνώμη και τράβηξε κάτω προς ταμπέλι, όπου πήγαινε. Στο κεφάλι του ήτο ένα φοβερό κιαξέμπλεχτο ανακάτωμα.

Έτρεμαν τα πηγούνια τους. Ίδρωνε και ξίδρωνε το σουφρωμένο μέτωπό τους. Έφριξαν οι ψαρές τους τρίχες αγριεμένες. Ολόσωμοι έτρεμαν. Και όλο και στο μουστάκι το χέρι. Όχι λόγια! Ο Κυρ-Σταρός ο γερογραματικός μάλιστα, χήρος ο καημένος ξερομαχημένος, βλέπεις, γερολιχουδιάρης πιο πολύ από τους άλλους, επήγαινε να λυώση σαν τάδολο κερί. Άρχισε κιόλα να τα φέρνη βόλτα.

Τα μάτια του ήτανε κλειστά και το μέτωπό του λευκό και κρύο σα μάρμαρο. Σα μιαν ασπράδα απ' το φως του φεγγαριού είχε μείνει απάνω στην όψη του. Κι' απάνω απ' το κλεισμένο του στόμα μια λευκή πεταλούδα, ένα φτερωτό φιλί πλανημένο απ' τη μαγική νύκτα, σάλευε τα φτερά της σα να ήθελε ν' αναπαυθή στα χλωμά του χείλια. Μακριά μέσα στη μέση της λίμνης το μονόξυλο έρημο γλυστρούσε απάνω στα ήσυχα νερά.

Μα οι ξένοι; τι θάλεγαν οι ξένοι; — Μωρέ! φώναξε άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του, σα νάπαθε μεγάλη συφορά. Η Δόξα δεν ήταν ακόμα στη θέση που της έπρεπε. Μα τώρα δεν του έμενε καιρός. Οι ξένοι όπου κι αν είνε θάμπαιναν να πάρουν τον καφέ τους κ' έπρεπε όπωςόπως να την τοποθετήση. Το σπουδαίο ήταν να μη την ιδούν απάνου στο μαρμαρένιο βάθρο της.