Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Μα ως τότε εδώ χωρίς θαμό θα κοίτεσαι στα πλοία, και νύχτα μέρα γύρω σου γυναίκες των οχτρώνε θα κλαίνε δάκρια χύνοντας, αφτές π' αντάμα οι διο μας 340 με το σπαθί σκλαβώσαμε και την παλικαριά μας, των Τρώων σαν κουρσέβαμε αρχοντοπλούσιες χώρες.»
Άλλη φορά, απάνω στη βόλτα, ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ' ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο, του δίνει μια η αντέννα στο κεφάλι και το γκρεμίζει μέ στη θάλασσα. Άνοιξε το κύμα και το κατάπιε. Ούτε σημάδι του δε φάνηκε μες το σκοτάδι. Πάει, χάθηκε. Πήραν τη βόλτα και τράβηξαν. Ένας λιγώτερος. Τι να κάνης; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μαννάδες, που τάχουν.
Η αγάπη, η θλίψη, η τύψη και η ελπίδα γελούν και κλαίνε μέσα στα βαθειά της μάτια και στο πικρό της στόμα. Ο Έφις την κοιτά, την κοιτά και σαν να θυμάται μια προηγούμενη ζωή, πολύ παλιά και του φαίνεται ότι τον καλεί να πλησιάσει, να την βοηθήσει να κατέβει, να την ακολουθήσει….. Έκλεισε τα μάτια. Το κεφάλι του έτρεμε.
ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν βλέπεις; Κάποιος έρχεται κοντά μου να με πάρη. Εις στα παλάτια των νεκρών κάτω σιγά με σέρνει είναι θεός με τα φτερά. Τα μάτια του πετούνε κάτω από τα βλέφαρα αγριεμμένο βλέμμα. Α, άφησε με, άφησε. Τι θέλεις να με κάμης; Τι δρόμος τάχα η άμοιρη είναι αυτός που παίρνω; ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι ο δρόμος θλιβερός για όσους σ' αγαπούνε για τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε.
Άπαξ πρωί-πρωί μεταβάσα εις τον ναόν εύρε πολλάς κενάς θέσεις εν τη πρώτη σειρά, κι' εγκαθιδρύθη αγέρωχος, ώσπερ κατακτητής, επί του φαιού δρυφάκτου με την απόφασιν να μη παραμερίση· — παιδιά δεν είχε να κλαίνε ς' το σπίτι — Και αν της ομιλήση κανείς, ή ο επίτροπος, να κάμη πως δεν ακούει.
Οι δυνάμεις του παραλυούνε, δε μπορεί να προφέρη λέξη, πέφτει στα πόδια της. Η Κυνεγόνδη πέφτει πάνω στον καναπέ. Η γριά τους χύνει μυρωδιές, αναλαβαίνουν τις αισθήσεις τους, ομιλούν: στην αρχή λένε λέξεις κομμένες, ερωτήσεις κι' απαντήσεις διασταυρούμενες, στενάζουνε, κλαίνε, ξωφωνίζουν. Η γριά τους συμβουλεύει να κάμνουν λιγώτερο θόρυβο και τους αφήνει μόνους. — Πώς!
Ποσάκις μόλις είδα την ημέραν επόθησα του Σύμπαντος την σφαίραν εις άμορφον σωρόν να μεταβάλλω κι' επάνω εις ερείπια να ψάλλω. Και άλλοτε 'στούς τοίχους μου σαν είδα να τρέχη σιχαμένη κατσαρίδα, κι' ετόλμησα κι' εγώ να την σκοτώσω ποσάκις δεν την έκλαυσα και πόσο! Όλα θαρρώ πως κλαίνε και τους καϋμούς των λένε.
Ήρθεν ευθύς εμπρός του η θλιβερή εικόνα του σπιτιού με τη γυναίκα του κλιναρομένη να χαροπαλαίβη, να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και κάτω τα παιδιά να σέρνονται και να κλαίνε μόνα κ' έρημα. Και πέφτοντας με λυγμούς και δάκρυα στην αγκαλιά του Μπαρμπατρίμη· — Ναι· είπε με φωνή μισοσβυσμένη, λέγεις και δεν ήθελε να την ακούση ο ίδιος. Δόξα νάχη ο Θεός!
Σαν να μην ήξευραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν με φρίκη τον σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Έρριξαν στη θάλασσα τα θανατοφόρα όργανα, που πριν έσφιγγαν στα δάχτυλα με τόσο πείσμα και άρχισαν να κλαίνε απαρηγόρητα τους συντρόφους που εσκότωσαν με τα ίδια τους χέρια. Οι καπετάνοι επήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά για να εύρουν το αθάνατο νερό.
« Γέμισεν από πτώματα Των Χριστιανών η Πόλι, « Τσακίζουν θύραις, 'μπαίνουνε «'Στά σπήτια και σκοτώνουν « Όπου κι' αν εύρουν Χριστιανό, « Και πανταχού απλόνουν « Τη βία και το θάνατο » Οι Γενιτσάροι όλοι.» « Ακούονται ολολυγμοί, » Και κοπετοί, και θρήνοι. » Βλέπουν σφαγμένα τα παιδιά » Αι δύστυχαι η μανάδες, « Ο άνδρας τη γυναίκα του, » Κλαίνε. Αλλ' οι φονειάδες » Δεν άκουγαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν