United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ορφούς, συναγρίδας, οστρείδια, καλόγνωμες, αστακούς και χέλια, πώς να τα ξεχάση; Πώς να μη τρώγη κοκορέτσι, κεφτέδες, σπληνάντερο, ή ροσμπίφ με μακαρονάδα; Είνε ζωή αυτή; Ή πώς να μη πίνη το θαυμάσιον μπρούσικο μαύρον του τόπου, ή και το μοσχάτο, και τον ροδίτην, και να στερηθή ακόμη και το τσίπουρο; Είνε ζωή αυτή;

Λοιπόν, νέος ακόμα, σαρανταπέντε ετών, επειδή είχε πάθει και ολίγον από έν μικρόν ξεπάγιασμα εις τας κνήμας, εβαρύνθη την θάλασσαν και άνοιξε ένα καλόν μαγαζάκι, κατάμπροστα στην Κολώναν, εις τα άνω της παραθαλασσίας αγοράς, ακριβώς όπου οι άλλοι εμποροπλοίαρχοι των παλαιών ημερών έδεναν τα καραβάκια τους, με γερά παλάμια και με διπλάς αγκύρας, από του Νοεμβρίου μέχρι του Μαρτίου μηνός, διά να παραχειμάσουν εις την πατρίδα, διά ν' απολαύσουν το θάλπος της εστίας, και μη χάσουν, κοντά εις τους εχίνους και τα οστρείδια, και τους αστακούς τους μαγειρευτούς με μάραθα, και τα οχταπόδια τα τηγανιστά με όξος, της τυρόπητταις και τα «τυλιχτά» και τα «καλαπόδια» και «της γρηαίς» ή μεγάλαις τηγανίταις και τόσα άλλα «χάδια της κοιλιάς», όσα αι καλαί οικοκυράδες είξευραν τόσον περιτέχνως να παρασκευάζουν διά τους συζύγους και τους υιούς των τους θαλασσοδαρμένους και ζητούντας της εστίας την αναψυχήν.

Αλλ' ιδού αληθώς κατήρχετο με προφύλαξιν και με κάποιαν δειλίαν, οδηγούμενος από τον μικρόν καμαρώτον, ο καπετάν-Φαφάνας, κοντός, αμπαδένιος όλος, τυλιγμένος μέσα εις μίαν βαρείαν γούναν, σαλονικιάν, χιονισμένος εις τους ώμους και εις τον πέτσινον κούκον του, βαστάζων οψάρια και αστακούς, τα οποία εν αφθονία αλιεύουσιν εις της Τρεις Μπούκαις τα δικτάδικα πλοιάρια.