Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Η θάλασσα ασπρογάλαζη, εκαθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους και μονοπάτια.
Και μόλις επρόφθανεν αυτούς ο νεαρός αγωγιάτης, ως αίγαγρος αναπηδών με τα ελαφρά τσαρούχια του και βροντών εις τον αέρα λεπτόν αγριελαίας λούρον, όπως αναγγέλλη εις τους ημιόνους την παρουσίαν του. — Άιντε, κορίτσια, και σας πήρε η νύχτα, και θα σας κλέψη κανένας εδώ 'ς τα ρέματα. Εχαιρέτισε, προσπαίζων με τας δύο γραίας.
Ορμητικά τα ξεροπόταμα κατέβαζαν, το νερό είχε κρουσταλιάσει, τα δέντρα εμοιάζανε με κατατσακισμένα. Η γης όλη δε φαινόταν εξόν κάπου γύρω στις νερομάννες και στα ρέματα. Κ' έτσι κανένας κοπάδι στη βοσκή δεν έβγαζε, μήτε ο ίδιος ξεμύτιζε από τη θύρα του, παρά ανάβοντας φωτιά με του πετεινού το λάλημα, άλλοι λινάρι έκλωθαν, άλλοι γιδόμαλλα έγνεφαν κι άλλοι παγίδες για τα πουλιά έφτιαναν.
Η καθαυτό η χαρά που καταπονάει τον πόνο και τον πνίγει μες στην καρδιά, είναι η παιδιακήσια η χαρά, κι αυτή δεν ξανάρχεται. Δεν μπορούσα πια τώρα να τον ξεφύγω το δάσκαλο. Και μήτε δεν τόθελα. Για χάρη της Λενιώς μου, τον αγαπούσα το Δάσκαλο.... Κ 'έτσι άρχισα να προκόβω. Άρχισα να προκόβω καθώς προκόβει και πάει μπρος η βαρκούλα ανάμεσα σε δυο ενάντια ρέματα.
Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.
Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.
Δεν ήταν λοιπόν ο μισεμός· ήταν η τύχη του πρώτου μας. Θαλασσινό σαν τον καπετάν Δρακόσπιλο δεν εγέννησε δεύτερον η φύσις. Ζωντανή χάρτα ήταν το κεφάλι του. Πού τα ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι τα ήξευρε με τον διαβήτη σε Άσπρη και Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ' ακρωτήρια, τις λένες, τα ρίχη· τα πόρτα ημπορούσε να τα ειπή ένα κ' ένα με τα μίλια τους.
— Ποιος είνε; απήντησεν η Γερακούλα. — Να, εγώ είμαι, θα πάτε ς' Κεχρεά; — Λέμε να πάμε· τι να κάμουμε! — 'Σαν είνε, ναρθώ κ' εγώ μαζί σας. — Καλώς ναρθής. — Ξέρεις, φοβάμαι μοναχή μ'. Τώρα δεν έρχουνται οι αγρουφύλακες κ' εγώ φοβάμαι μοναχή μ'! — Μη φοβάσαι. Δεν είναι τίποτα. Ημείς πήγαμε 'ς τη Γλώσσα. Δεν είνε τίποτα. — Ξέρω κ' εγώ. Ρέματα είνε, αλάργα είνε, φόβος είνε. — Χριστός και Παναγία!
Εκείνες πάλε οι διο γυρνούν στου Δία τα παλάτια, η σώστρα η κόρη του Διός κι' η κρουσταλλόκορφη Ήρα, μιας κι' ο αχόρταγος θεός παράτησε τους φόνους. Κι' έμειναν μόνοι οι Δαναοί να πολεμάν κι' οι Τρώες· κι' ώρα ξανάσμιγαν δεξά ώρα ζερβά στον κάμπο, κι' έρηχναν ένας τ' αλλουνού τα φράξινα κοντάρια ανάμεσα απ' τα ρέματα του Ξάνθου και Σιμόη.
Έτσι ο καθένας έλεγε των Αχαιών και Τρώων. 85 Κι' εκείνη μ' άντρα μιάζοντας, μ' ακοντιστή ψημένο, το Λαοδόκο, χώθηκε μες στο σωρό των Τρώων, παντού τον άξιο Πάνταρο πούθε να βρει ζητώντας. Και βρήκε του Λυκά το γιο, λεβεντονιό πανώριο, πούστεκε, κι' είχε τους γερούς των ασπιστάδων λόχους 90 τριγύρω, π' απ' τα ρέματα τους έφερε του Αίσπου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν