Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Ό,τι περάσαμε από κάτι σπαρτά σκύβοντας και πήραμε το βουνό, άρχισε να κλαίη το μωρό στην αγκαλιά της Χριστίνας! Τι να κάμουμε τώρα! Βύζαξέ το, της φωνάζω. Του κάκου, δε σώπαινε το μωρό! — Φράξε το στόμα του, σφίξ' το στην αγκαλιά σου, για τόνομα του Θεού, και χαθήκαμε! Πάλι του κάκου! Το παιδί όλο τσίριζε. — Άι, να σου πω, Χριστίνα, της κάνω τότες, άλλον τρόπο δεν έχει. Ή αυτό θα πάη, ή όλοι μας.

Ημείς διπλαρωμένοι ακόμα. Το είδαμε όλοι πλεια. — Πάει μας τρακάρισε! φωνάζω με απελπισία. Έπρεπε να δείχνη κόκκινο, για να είνε σε τάξι. Το είδε κι' ο καπετάνιος το πράσινο φανάρι που ηρχότανε με βογγυτό. Εσάστισε. — Άη-Νικόλα μ'! ασημένια σου την χαρίζω! Αυτό μονάχα πρόφθασε να ειπή ο καπετάνιος. Οι ναύταις όλοι βλέπαμε το πράσινο φανάρι που ερχότανε με κρότο. — Ε! από το βαπόρι!

Το ντουφέκι είχ' ανάψη σα μπαρούτι σ' όλη τη μεθόριο γραμμή απ' το δικό μας σταθμό. Είτανε μια χαρά κι όντας αργότερα ακούστηκαν και τα κανόνια μας, πετάχτηκαν όλα τα παιδιά απάνω απ' τον ενθουσιασμό τους. Κάτω σκυλιά και χαθήκαμε, τους φωνάζω, και ξαναταμπουρώθηκαν. Έρχουνταν οι τούρκοι, κρυμμένοι εμείς.

Σωτηριάδη πώς θα γράφη τον πατέρα ; Θα τον κάμη ο πατερός, του πατερού , ή θα τον αφήση ο πατέρας, του πατέρα , δηλαδή όπως τον έχουμε από τώρα; Υποθέτω, θα τον αφήση. Τότες, τι καταλάβαμε; Σωτηριάδη. Κ' είχε δίκιο. Είναι ανοησία. Τίποτις άλλοαφού νόημα δεν έχει. — Ανοησία; Να πάλε και τα συνηθισμένα μας. Αρχίζεις πάλε και φωνάζεις. — Φωνάζω, τι να κάμω; Φαρμάκια να στάζω; — Τίποτα, φίλε μου.

Φεύγεις, φεύγεις, Δεληγιάννη, και μας πας στο Βερολίνον, Για να είπης τας δικαίας απαιτήσεις των ελλήνων, Και ο κάθε έλλην τόρα με γλυκύτητα προφέρει Το μεγάλον όνομά σου, και πηδά ψηλά και χαίρει. Μα κι' εγώ μαζύ με όλους σαν θεότρελος γελώ Και φωνάζω «Δεληγιάννη, κατευόδιο σου καλό

Χρειάζεται μόνο να χάση κάποιον, που μαζί του είναι τόσο σφιχτά δεμένος, ώστε να έχη το συναίστημα πως πήρε και τη δική του ψυχή μαζί. Σχεδόν κάθε βράδι έρχεται και με βρίσκει ο Σβεν. Δεν έρχεται όταν το θέλω ή όταν τον παρακαλώ ναρθή. Δεν έρχεται όταν κλαίω, όταν τον λαχταρώ και του απλώνω τα χέρια και φωνάζω τόνομά του. Όταν δεν τον υποψιάζουμαι, τότε τον βλέπω καθισμένον κοντά μου.

Να μη φέγγη και ποτές! Οι κακούργοι! Με γέλασαν κι όλο με γελούν. Κόκκινο μελάνι, κόκκινο ζήτησα να μου φέρουν, κι αφτό είναι μάβρο σαν το αίμα. Τι να σπάσω, να ξεθυμάνω; Τρίζουν τα δόντια μου, φωνάζω, και δεν έρχεται κανείς και κανείς δε μιλεί. Λέξη δεν ακούω. ................................................................. Αγριέβουμαι. Δε σφαλνώ μάτι. Κι ο τοίχος πάντα μπροστά.

Εφουρκίσθηκα, μου ήλθαν οι καπνοί εις το κεφάλι, Και καλά συλλογισθήτε, εξοχότατοι μεγάλοι, Ότι είμαι κι' εγώ τέκνον της πατρίδος των γιγάντων Και σαν τέτοιος όπου είμαι, σας φωνάζω τέλος πάντων, Ή μου δίδετε εκείνα όπου θέλω, ειδεμή Σας περιφρονώ ως έλλην και σας κλα μέσα στη μύ...

Ξεμύτισαν απάνω στη ράχη· να, και κοντοζύγοναν φαίνουνταν από τη μέση κι απάνω καμμιά οχτακοσαριά σκυλιά στην αράδα. Πυρ ταχύ!, φωνάζω. Κάθε μολύβι και στο κρέας· δεν είχε. Τα σκυλιά ίσια απάνω μας φωνάζοντας. Τι λένε μωρέ; κάνω στον Καρατζίκο τον Λία απ' τη Φθιώτιδα, πούξερε τούρκικα, τι λένε μωρέ; Τάχε χάσει το παιδί Τι λένε μωρέ και χαθήκαμε; Τίποτα!

Μα έξαφνα μέσ' από τα σύθαμπα είδα να προβάλη σαν ξωτικού κεφάλι κατάμαυρη μια κοτρώνα. Επρόβαλε αργοκίνητη και μουλωχτή, λέγεις κ' ετοιμαζόταν να ριχθή ασπίδα επάνω μας. — Ξέρα μπροστά!.. φωνάζω με όλη μου τη δύναμι. — Το τιμόνι στην πάντα! προστάζει ο καπετάν Δρακόσπιλος, παραιτώντας καταθριμματισμένο το εικόνισμα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν