United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά, παρθένος έμεινα εγώ, και θ' αποθάνω παρθένος χήρα... Ω σχοινιά, ελάτε! — Παραμάνα, έλα και συ·την κλίνην μου την νυμφικήν πηγαίνω, να εύρω Χάρου αγκαλιάν αντί Ρωμαίου χάδια. ΠΑΡΑΜΑΝΑτον θάλαμόν σου πήγαινε. Να σε παρηγορήση θα φέρω τον Ρωμαίον σου· 'ξεύρω εγώ πού είναι. Ακούεις; τον Ρωμαίον σου απόψε θα τον έχης. Είναι κρυμμένοςτο κελλί του πάτερ Λαυρεντίου.

Και πώς, του ξαναλέγω, η Αλγεμάλ δεν είνε το λοιπόν ζωντανή; Όχι χωρίς αμφιβολίαν, μου απεκρίθη ο εξωτικός, αυτή ήτον μία αγαπητική εκείνου του μεγάλου Προφήτου. Έμεινα πολλά εντροπιασμένος ακούοντας πως αγαπούσα μίαν που είχεν αιώνας αποθαμμένη.

Και ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι; Άνθρωποι μωροί, που δε νοιώθουνε τίποτε. Έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε. Έμεινα άφωνος κοντά της και την κοίταζα. Είχε ξαναπάρει σχεδόν την ίδια έκφραση που είχε όταν είταν κόρη και για πρώτη φορά την είδα να κοιμάται ακόμα, όταν ξύπνησα.

Εγώ, πλησιάζοντας προς αυτήν και βλέποντας την μεγάλην της ωραιότητα, έμεινα ξηρός και ακίνητος εις την μέσην τους, μετά μάτια στεριωμένα επάνω εις αυτήν και με το στόμα ανοικτόν· η σύγχυσίς μου και η εντροπή μου που έλαβα, εις το να ιδώ την Ρετζίαν έδωσαν αιτίαν να γελάσουν όλες· εφαινόμουν τόσον έξω του εαυτού μου, και τόσον αντραλωμένος, που ημπορούσαν να στοχασθούν ότι ετρελλάθηκα· και κατά αλήθειαν η κατάστασις εις την οποίαν ευρισκόμουν ολίγον εδιάφερνεν από ένα αναίσθητον.

Μην κυττάς που ψευτίζουμε με τον καιρό. Φεύγουμε από τη μάννα και πάμε στην παραμάννα γι' αυτό. Δόξα σοι ο Θεός, εγώ δεν τόπαθα τέτοιο κακό. Έμεινα πάντα στον κόρφο της μάννας μου. — Αλήθεια· δόξα σοι ο Θεός! είπε ο Δημητράκης με λύπη. Μα εγώ δε μπορώ να το καυχηθώ για τον εαυτό μου. Εγώ έφυγα έφυγα κ' είνε ζήτημα αν θα μπορέσω να την ξαναυρώ. Για τούτο τώρα δε μπορώ να νοιώσω το κέντημά σου.

Αλλά εγώ δεν εγνώριζα τον τρόπον αυτόν του επαίνου, ο οποίος μου ήτον εντελώς άγνωστος όταν έμεινα κ' εγώ σύμφωνος μαζή σας να επαινέσω με την σειράν μου τον Έρωτα. Η γλώσσα μόνον υπέσχετο, όχι και το πνεύμα. Παραιτούμαι λοιπόν. Διότι και αν ήθελα να εγκωμιάσω κ' εγώ κατά τον ίδιον τρόπον, δεν θα ημπορούσα.

Είναι και αυτή καθώς όλη αυτή η φάρα είπα μέσα μου, και ήμουν ερεθισμένος και ήθελα να φύγω· και όμως έμεινα, γιατί επιθυμούσα να την αθωώσω, και δεν το επίστευα και ακόμη ήλπιζα ένα καλόν λόγο της, και — ό,τι θέλεις. Εν τω μεταξύ γεμίζει ο κύκλος.

Εις αυτήν επλησίασα όλος γεμάτος από χαράν, και πίπτοντας εις τους πόδας της, έμεινα με το πρόσωπον κατά γης, χωρίς να ημπορέσω να προφέρω ένα λόγον· τόσον ευρισκόμουν έξω από τον εμαυτόν μου.

Ποσάκις δακρύων εξ αγνώστου χαράς έμεινα κρυφά εις την γωνίαν εκεί κάτω ακίνητος, ως ο φιλάργυρος ο φοβούμενος μη κλέψωσι τον θησαυρόν του· έμεινα να βλέπω κρυφά-κρυφά την τρυφεράν αυτήν του Επιταφίου πομπήν, κατερχομένην από τον ανήφορον, εισπνέων βαθέως εν άσθματι ως εντός κήπου ανθέων, ως να ήθελον να ροφήσω διά μιας όλην εκείνην την μαρμαρυγήν, ως να ήθελον να χορτάσω όλην εκείνην την αχόρταστον μαγείαν!

Εις τούτο το φαινόμενον εγώ φοβηθείς έμεινα εκστατικός, τόσον μάλιστα που εκατάλαβα πώς εκείνο το σκότος επροξένησεν ένα μέγιστον όρνεον, το οποίον πετώντας εις τον αέρα επλησίαζε προς εμένα.