Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Πρό τινων ημερών ο νέος Φοντέιος μου προσέφερεν αντ' αυτής τρεις θαυμαστούς εφήβους εκ Κλαζομενών, τελειοτέρας των οποίων μορφάς δεν έπλασεν ο Θεός. Δεν εννοώ πώς μέχρι τούδε έμεινα αναίσθητος εις τα θέλγητρά της και όμως δεν είναι η ιδέα της Χρυσοθέμιδος, ήτις με ημπόδισε! Λοιπόν! σου την δίδω· λάβε την!

Μίαν ημέραν που ευρισκόμασθε εις το κυνήγι εις ένα λόγγον εξεμάκρυνα από τους ανθρώπους μου, και έμεινα με τον Δερβύσην μοναχά. Αυτός εκεί που επερπατούσαμεν, μου εδιηγούνταν τα ταξείδια που είχε κάμει, και διά τα όσα περίεργα που εις τας πόλεις και βασίλεια είχεν ιδεί, και ανάμεσα εις τα άλλα δι' ένα γέροντα Μπαρχάν που εγνώρισεν.

Τότε ο θετός μου πατήρ με εψήφισε θησαυροφύλακα εις όλην του την περιουσίαν επειδή και δεν είχεν άλλους υιούς και επερνούσαμεν μίαν ζωήν ήσυχον, ξεφαντωτικήν και γλυκείαν και όταν εστοχάζετο να με υπανδρεύση με μίαν ανεψιάν του, αιφνηδίως του εσυνέβη ο θάνατος, και έμεινα εγώ πληρεξούσιος κληρονόμος εις όλην την πολλαπλάσιον εκείνην περιουσίαν.

Εγώ τότε έμεινα εκεί με άκραν μου λύπην εις μορφήν τοιούτου ζώου, εις τόπον άγνωστον, μην ηξεύροντας εις ποίον μέρος του κόσμου ευρισκόμουν, σιμά ή μακράν από το βασίλειον του πατρός μου.

Και ταύτα λέγοντάς μετά ολίγας ημέρας απέθανεν. Έμεινα τέλος πάντων κληρονόμος του γέροντος εις τα πάντα και αφού έκαμα να τον θάψουν με την πρεπουμένην τιμήν, επήγα διά να ιδώ τον θησαυρόν.

Μια στιγμή μόνο έμεινα διστακτικός, γιατί φοβήθηκα μη μαποπάρη η θεια το Δεσποινιό, όπως ήτο θυμωμένη με τη μάνα μου. Εκεί που δίσταζα, άκουσα βήχα και κατάλαβα πως η άρρωστη ήτον στην αυλή. Πραγματικώς όταν πλησίασα, διάκρινα στα σκοτεινά κάποιο που καθόταν κάτω από την πορτοκαλιά. Ήτον πολύ ζεστή η βραδιά κιη άρρωστη είχε βγη και καθίσει έξω.

Και δι' αυτά δε τα ζητήματα μίαν άλλην φοράν, όταν έχης ευχαρίστησιν, συζητούμεν τώρα δε είναι πλέον καιρός να κυττάξωμεν και καμμίαν άλλην υπόθεσιν. Σωκράτης Αλλά, είπον, εγώ είναι χρεία έτσι να κάμωμεν, διότι και εγώ είναι καιρός εκεί όπου έλεγα προ πολλού να υπάγω, αλλ' έμεινα διά να ευχαριστήσω τον εύμορφον Καλλίαν. — Αυτά αφ' ου είπομεν και ηκούσαμεν, ανεχωρήσαμεν.

Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν μου απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα εις την πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον, χωρίς ελπίδα να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην.

Και αντίς να τον εύρω θυμωμένον οπόταν του εφανερώθηκα εις το παράθυρον, έμεινα εκστατικός βλέποντάς τον από τον φόβον του να μου προσφέρη σέβας και τιμήν· αυτός άφησε και έπεσε το σπαθί από το χέρι του· και πέφτοντας εις τους πόδας μου, τους εφιλούσε λέγοντας· ω μεγαλώτατε προφήτα, ποίος είμαι εγώ, και τι αγαθόν έκαμα που εκαταδέχθης να μου κάμης την τιμήν να σου είμαι πενθερός σου; Από ετούτα τα λόγια εκατάλαβα εκείνο που ακολούθησεν αναμέσον του βασιλέως και της θυγατρός του· και εγνώρισα ότι ο καλός Βαχμάν δεν ήτον πλέον δύσκολον να γελασθή από την θυγατέρα του· έλαβα χαράν εις το να τον γνωρίσω τέτοιον και μάλιστα που δεν μου έτυχε να κάμω με κανέναν γεμάτον από πνεύμα, που να κάμη τον προφήτην να χάση τα κατάστιχά του υποκάτω εις τες εξέταξές του· και ενδυναμούμενος από την αδυναμίαν του βασιλέως τον εσήκωσα και του είπα.

Μέχρις εκείνης της στιγμής περιέφερα το χέρι μου πέριξ του πιάτου. Αλλ' οι ποντικοί συνηθίσαντες εις την ομοιόμορφον αυτήν κίνησιν έπαυσαν να την φοβούνται πλέον. Η αναίδειά των δε έφθανε να μου δαγκάνουν τα δάκτυλα. Με ό,τι απέμεινεν από το λιπαρόν κρέας ήλειψα το σχοινί μου, εφ' όσον έφθανε το χέρι μου. Έπειτα εσήκωσα το χέρι μου επάνω από το έδαφος και έμεινα ακίνητος, κρατών την αναπνοήν μου.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν