Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Παρεκάλει μέσα της τον Χριστόν «να δώση λαδάκι, για ν' αναπλέψ' η φτώχεια». Από δύο ετών, τω όντι, δεν είχαν καρπίσει η εληές, είχε δε αναφανή και μία ύπουλος ασθένεια, φθείρουσα τον καρπόν, και μαυρίζουσα τους κλώνας των δένδρων. Αφού έμεινεν επ' ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν' αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη.
Αλλά μόλις επροχώρησαν ούτοι ολίγα βήματα, και τους προσκαλεί να επιστρέψωσιν οπίσω και να υπάγωσιν έκαστος εις τον τόπον, όπου ήτον διωρισμένος προτήτερα.
Μεταξύ άλλων μετερρύθμισα και τον τάφον της οικογενείας μου κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να είναι δυνατή η έξοδός μου από το εσωτερικόν αυτού. Η ασθενεστέρα πίεσις εις ένα μοχλόν που έφθανε μέχρι του τάφου ήρκει να ωθήση οπίσω τας σιδηράς θύρας.
Εθεώρησαν περιττόν και να κρούσωσι καν την θύραν του ωργισμένου. Πλην πώς να γυρίσουν οπίσω; Μετ' ολίγον φως βιαστικόν επροχώρει ταχέως χαρασσόμενον επί των σκοτεινών οικιών της μεγάλης λιθοστρώτου οδού, της συνενούσης τας δύο μεγάλας της πόλεως συνοικίας. Εφώτιζεν ως αστραπή τους τοίχους κ' έφευγε προς τα κάτω, αφίνον όπισθεν του την νύκτα μελανήν και απρόσιτον.
Και κάθε τόσο μνήσκο και βάνω προσοχή· Μου φαίνεται ν' ακούω, κυρά, να μου μιλής, Οπίσω να με κράζης, ναρθώ με προσκαλείς. Της φαντασίας είναι παιγνίδια όλα αυτά, Κι' ορέγεται ο Έρως μ' αυτή να μ' απατά.
Και έπειτα προς χάριν εκείνης εσύ, συναθροίσας τόσον στρατόν των Ελλήνων, τον ωδήγησες εις το Ίλιον. Ενώ έπρεπεν, αφ'ού την εγνώριζες καλά, όχι μόνον να μη ζητήσης να την πάρης οπίσω, αλλά να την αφήσης να μένη εκεί και να την πληρώνης, διά να μη επιστρέψη ποτέ εις το σπίτι σου. Αλλ' αυτό δεν ήλθεν εις τον νουν σου.
Τούτο, ότε με είδεν, ευθύς ώρμησε και έπεσεν εις τους πόδας μου μουγκρίζοντας και κλαίοντας, ωσάν να ήθελε να μου φανερώση πως είναι υιός μου, και να μη τον θανατώσω· εγώ από μίαν εσωτερικήν κίνησιν του αίματος έλαβον τόσην συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν, που απεφάσισα να μη το θυσιάσω· τόσον η φύσις μου εκίνησε την καρδίαν εις έλεος, που επρόσταξα τον ζευγίτην να το γυρίση οπίσω εις το ζευγάρι και να μου φέρη ένα άλλο.
Από της δευτέρας εβδομάδος η Λιαλιώ, οσάκις ήτο έξυπνος κατά τας μεσονυκτίους ώρας καθ' ας αυτός επανήρχετο οίκαδε, δεν έπαυε να γογγύζη και ν' απαιτή όπως την στείλη οπίσω εις την πατρίδα της. Δεν ηδύνατο να ζήση, έλεγε, μακράν των γονέων της. Και τω όντι, από των πρώτων ημερών του ξενιτευμού, η καρδία ήρχιζε να της πονή, η όρεξίς της εκόπη και το πρόσωπόν της εχλωμίαζεν.
Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205 άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· έκλαψεν, έδραμε 'ς αυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαις 'ς τον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· «Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210 οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε αχώριστοι, ως να φθάσουμε 'ς του γήρατος την θύρα. τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215 μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, ήθελε πέσει ερωτικά 'ς ανθρώπου ξένου αγκάλαις, αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220 οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.
Τέλος η άρκτος έφθασε με βαρύ βήμα εις την κονίστραν, ταλαντεύουσα δεξιά και αριστερά την χαμηλωμένην κεφαλήν της και, ρίχτουσα βλέμματα προς τα οπίσω, εφαίνετο σκεπτομένη ή ζητούσα κάτι. Ιδούσα τον σταυρόν και το γυμνόν σώμα, επλησίασεν, ηνωρθώθη, ωσφράνθη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν