Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
'ς το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη, και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο, και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. 305 'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα, Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. 310 την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος, με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια. φίλε, και συ πολύ μακρυά 'ς τα ξένα μη πλανιέσαι από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν 315 όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω, 'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη, όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη, ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση 320 εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπου 'ς τον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν. αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου, και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι, και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν 325 'ς την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι• και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια• είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».
Ο βαφιάς διά να μην έλθη εις άλλα λόγια με τον Κατήν, και διά να μη τον κάμη εχθρόν του, έστερξε να κρατήση τα χίλια φλωριά, και να πάρη την θυγατέρα του οπίσω, κάνοντας πρώτον να την χωρίση κατά τους νόμους.
Ο ασθενής Θανάσης, τον οποίον είχον φέρει οπίσω εις την πόλιν, δεν κατώκησε πλέον εις την πατρώαν οικίαν, την οποίαν είχον γράψει ως προίκα εις το συμβόλαιον, κ' εν αυτή θα εγίνοντο αι εορταί και τα δείπνα του γάμου. Προς ανατολάς ταύτης ήτο μικρά πλατεία, και πέραν της πλατείας ήσαν άλλαι οικίαι.
Το μέσον τούτο επέτυχεν· οι Συρακούσιοι δεν επλησίασαν περισσότερον ένεκα της πυρκαϊάς, αλλ' επέστρεψαν οπίσω, τοσούτω μάλλον, όσω ισχυρόν απόσπασμα των Αθηναίων ανέβη εκ της πεδιάδος εις τον κύκλον, διά να διώξη τον εκεί ευρισκόμενον εχθρόν, και συγχρόνως ο στόλος αναχωρήσας εκ της Θάψου, συμφώνως με τας δοθείσας διαταγάς, εισήρχετο ήδη εις τον μέγαν λιμένα.
Ποτέ δεν θα 'μπορούσα να ερασθώ με πάθος την Σεβινιέ, την Στάελ, και κάθε τέτοια κόρυζα, κι' αν έπερνα γυναίκα ομοίαν κατά λάθος εκ κοίτης και τραπέζης αυθημερόν θα 'χώριζα. Τείναι κι' αυτός ο Έρως!... τι τούψαλαν τωόντι σοφών και τροβαδούρων τα στόματα ταπύλωτα... εκείνος είν' αιτία να μας πονή το δόντι και σύρει τον πλανήτην οπίσω του ως Είλωτα.
Το κοντόν δυνατόν ράμφος ήτο ανοιγμένον προς δάγκαμα ο λαιμός ήτο κόκκινος και ήτο σκεπασμένος με μπιμπίκια. — Ο αετιδεύς! εφώναξεν ο μυλωθρός. Η Μπαμπέττα εξεφώνησε και επήδησε προς τα οπίσω, αλλά δεν ημπορούσε να αποστρέψη τα μάτια της ούτε από τον Ρούντυ ούτε από τον αετόν. — Δεν τρομάζεις! . . είπεν ο μυλωθρός.
Αλλ' ενώ τα δεσμά των είνε τόσον αδύνατα, ούτε ν' αποδράσουν φαίνονται σκεπτόμενοι, πράγμα το οποίον φαίνεται εύκολον, ούτε φέρουν την παραμικράν αντίστασιν, και ούτε με τους πόδας αντιπατούν, ούτε κλίνουν το σώμα προς τα οπίσω διά ν' ανθίστανται εις το τράβηγμα, αλλ' εύθυμοι ακολουθούν και χαίροντες και τον σύροντα επευφημούν• και με τόσην προθυμίαν τον ακολουθούν, ώστε οι δεσμοί γίνονται χαλαροί και φαίνονται ότι θα ελυπούντο εάν ελύοντο.
Εκπλαγέντες ανέβημεν συρόμενοι έως εις το στόμα του θηρίου και σταματήσαντες οπίσω των οδόντων είδαμεν το παραδοξότερον εξ όλων των θεαμάτων, τα οποία είδα εις την ζωήν μου• κάτι ανθρώπους υψηλούς έως μισόν στάδιον επάνω εις νήσους μεγάλας, αι οποίαι έπλεον ως τριήρεις. Και γνωρίζω μεν ότι θα διηγηθώ πράγματα τα οποία θα φανούν απίθανα, αλλ' όμως θα τα διηγηθώ.
— Είμεθα δύο, απήντησεν ο Σωκράτης, και είτε ο ένας είτε ο άλλος θα εύρωμεν τι να ειπούμεν. Αλλ' ας πηγαίνωμεν. Τοιαύτα περίπου ειπόντες, επηγαίναμεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος. Ο Σωκράτης εν τούτοις γενόμενος σκεπτικός καθ' οδόν έμενεν οπίσω, όταν δε εστάθηκα διά να τον περιμένω, μου επαράγγειλε να προχωρήσω εμπρός. Έτσι έφθασα εις την οικίαν του Αγάθωνος, όπου ευρήκα την θύραν ανοικτήν.
Οι κλαυθμηρισμοί τους οποίους έβαλλε το παιδίον διά την άρνησίν του εκείνην, εφαίνοντο εις τον γέροντα κλαυθμηρισμοί ολοκλήρου γενεάς, της οποίας απηρνούντο την πρόοδον, τους αγνώστους κόσμους εις τους οποίους μοιραίως βαδίζει, θέλοντες να στρέψουν αυτήν οπίσω εις το παρελθόν. Και κατενόει ήδη ότι ήτο άδικον τούτο· εντελώς άδικον και μάταιον!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν