United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχεν αρχίσει να χωρατεύη ολίγον με τον Βαγγέλην, άκακα να τον πειράζη. Μίαν πρωίαν, καθώς έβγαινεν εκείνος με το λαγούτο από την κάμαρη, του ήρπασε με θάρρος το λαγούτο, το ακούμβησεν επί του βραχίονός της, κ' εδοκίμαζε με το πλήκτρον να βγάλη φωνάς.

Επικοινωνών με την ιδίαν του μόνον μεγάλην καρδίαν, — επικοινωνών με τας υψηλάς σκέψεις της μακράς εκείνης σειράς των προφητών, των προδρόμων του μέσα εις ένα ανυπότακτον λαόν, — επικοινωνών με τας μυστικάς φωνάς, αίτινες ήρχοντο προς αυτόν από το όρος και από την θάλασσαν, — έμαθε μάθημα βαθύτερον και πλέον αποκαλυπτικόν εκείνου όπερ ηδύνατο να διδαχθή εις τους πόδας του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ.

Τότε, εν μέσω του αμυδρού φωτός, είδε το πρόσωπόν της Λιγείας να ακτινοβολή. Εκείνη έφερεν ακόμη μίαν φοράν την χείρα του Βινικίου εις τα χείλη της και εψιθύρισε: — Η σύζυγός σου . . . . είμαι σύζυγός σου . . . Όπισθεν του τοίχου, οι πραιτωριανοί, οίτινες έπαιζον τους πεσσούς, εξέβαλον φωνάς φιλονεικίας.

Η γραία, ταραχθείσα εκ της αιφνιδίου ταύτης προσφωνήσεως παρεπάτησε και έθραυσε το φανάριον εις τον τοίχον. — Καλώς τηνε την θεια το Καράβι! Προς τας φωνάς ηγέρθησαν και οι δυο ποιμένες τρίβοντες τους οφθαλμούς των. — Καλώς τηνε την θεια Μυγδαλίτσα! επανελάμβανε το παιδίον. Η θεια Μυγδαλίτσα ήτο χήρα έως εξήκοντα ετών. Υπανδρευθείσα εις μικράν ηλικίαν απέκτησεν υιόν και μετά δεκαετίαν θυγατέρα.

Ο Παλούκας ήκουε μακρόθεν τους κρότους των βημάτων των, τας ευθύμους φωνάς των και εψιθύριζε·Μας έρχεται άλλη ζυγιά. Η τελευταία ζυγιά, ήτις κατήλθε, συνίστατο από τον Στάμον και από τον Αργύρην, δύο φρονίμους παίδας. Ούτοι δεν εμάλλωναν, αλλ' εσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τι να τα κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα εμάζωναν εκείνην την βραδειάν. — Να φτειάσουμε κ' ένα σκεπαρνάκι, βρε.

Αλλ' έως ου να καλοδιαβάση το γράμμα ο γέρων, ασυνήθης θόρυβος ηκούσθη έξω ως όταν έρχεται εις την νήσον κανείς επίσημος. Παιδία και γέροντες, γυναίκες και άνδρες συνέρρεον προς την αγοράν με φωνάς και εκφωνήσεις, μόνον ότι δεν εσήμαιναν και οι κώδωνες των ναών.

Άλλοι εξ αυτών είνε δήθεν βαθύφωνοι και άλλοι μεσόφωνοι, άλλοι βαρύτονοι και άλλοι, οι νεώτεροι και αμύστακες, παρωδούσιν απαισίως γυναικείας φωνάς, συστέλλοντες εις οξύν συριγμόν τον οινοβραχή των λάρυγγα. Άδουσι δήθεν εν τετραφωνία, και μέλπουσιν, ως φρονούσιν, ευρωπαϊκούς σκοπούς.

Ταύτα παραγγείλας ο Δαρείος εις τους υπολειπομένους και ανάψας πυρά, διευθύνθη ταχέως προς τον Ίστρον. Μείναντες δε μόνοι οι όνοι, τόσον μάλλον εφώναζον ένεκα τούτου, και οι Σκύθαι ακούοντες τας φωνάς αυτών πληρούσας, όλην την χώραν, ενόμιζον ότι οι Πέρσαι ήσαν εκεί ακόμη.

Ιδού το Καρπενήσι· Αυτού από τα ψηλώματα, Όπου αναμένω, βλέπω Κρυπτόν στεφανομένων Σύνταγμα ηρώων. Και αντίκρυ τα αναθρέμματα Του Οσμάν με δίχως τάξιν, Πλην χιλιάδας, χιλιάδας Βλέπω συγκεχυμένων Πεζών και ιππέων. Ως εις χώραν εορτάζουσαν Συντρέχει μεν ο κόσμος Πολύς, κλαγγάς δε οργάνων, Φωνάς δε ανδρών χαιρόντων Ακούεις και κρότον.

Η κόρη εξήλθε, κατέβη στον δρόμον, κ' η θεία της ήνοιξε το παράθυρον και την ενεθάρρυνε. Μετά πέντε λεπτά ήκουσε την φωνήν της, οπού εκάλει την κόρην του καπετάν Λυμπέρη. — Τι είνε; Ποιος φωνάζει; — Κατέβα να σου πω. Ήκουσε μικρόν θόρυβον, συνεννοήσεις, φωνάς της παιδίσκης από τον δρόμον, της μητρός της από το μπαλκόνι. Και μίαν τελευταίαν παραγγελίαν: — Ας είνε, πήγαινε. Ναρθής γλήγορα.