Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Οι χωρικοί ολίγοι το κατ' αρχάς, ακούοντες τας στομφώδεις φωνάς του, ήρχοντο ήδη πυκνότεροι από του χοροστασίου.
Οι ταπεινοί οδοιπόροι, διερχόμενοι εκείθεν, ήκουον την ηδυπαθή μουσικήν και τα οργιώδη άσματα, με τα οποία εωρτάζοντο τα συμπόσια του Ηρώδου, ή τας βραχνάς φωνάς των αγροίκων μισθωτών, των οποίων τα όπλα επέβαλλον την υποταγήν εις τον δεσποτικόν αυθέντην. Αλλ' ο αληθής Βασιλεύς των Ιουδαίων, — ο γνήσιος Αυθέντης του Σύμπαντος, — δεν κατώκει εις παλάτιον κ' εις φρούριον.
Η δυστυχής Κυρατσούλα, ακούσασα πρώτον τους ψιθυρισμούς — «βούλιαξαν καράβια» της είπον κατ' αρχάς, έπειτα άλλος τις επρόσθεσεν, «εις την Μαύρην θάλασσαν» — ήρχισε πάραυτα να αισθάνεται θλίψιν μυστικήν ως πόνον εις την καρδίαν. Τέλος όμως το έμαθε καθαρά. Έπεσε λιπόθυμος. Η γραία μήτηρ έβαλε φωνάς.
Το ταχύ όταν εσηκώθηκαν ο Αράπης και η γυναίκα του, και είδαν το βρέφος εις αυτήν την κατάστασιν, άρχισαν φοβερά κλάμματα και φωνάς, κατασχίζοντας τα μάγουλά τους, και τραβώντας τας τρίχας της κεφαλής τους. Ο Καλίδ έτρεξεν εις τες φωνές των καμωνόμενος πως δεν ήξευρε τίποτε, και τους ερωτούσε το αίτιον. Εκείνοι του έδειξαν το παιδί τους σφαγμένον και κυλισμένον εις τα αίματα.
Αλλ' όταν ήκουσε τας φωνάς: «Προ Κρίστο!» όταν είδε την βάσανον απειραρίθμων θυμάτων, άτινα θνήσκοντα ωμολόγουν την πίστιν και εδόξαζον τον Θεόν, κατενόησεν ότι ήτο αμάρτημα και να ζητή τις χάριν! Εν τοσούτω παρεκάλει ακόμη, προσηύχετο με τα χείλη στεγνά: »Χριστέ! Χριστέ! λυπήσου την και ο Απόστολός σου δέεται δι' εκείνην! » Έπειτα έχασε τας αισθήσεις του και ελησμόνησε πού ευρίσκετο.
Και εξηκολούθει: — Καλά κάμαμε, έλεγε, μόνος του τάχα διαλογιζόμενος, και εκάμαμε το χειμαδιό μέσα 'ς το Κάστρο. Δεν μας 'ψόφησε κανένα πράμα. Η αλήθεια είνε πώς είνε κομμάτι ζώρι. Σακατεύεται κανένας μέσα 'στα κατσάβραχα να κουβαλάη εληαίς και άλλα κλαδιά να τρώνε τα παληόιδα. — Μπε! Μπε! επανελήφθη τώρα η φωνή εν χορώ πολυφώνω. Ο κύων υλάκτησε πάραυτα καταπνίξας τας άλλας ζωώδεις φωνάς.
Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου· «ανάθεμα εις τους λαοπλάνους.» Την χάριν ταύτην δεν ημπόρεσα να κάμω εις τον δυστυχή νεκροθάπτην, διότι ολίγην έχω φωνήν και δεν αγαπώ τας φωνάς.
Ήκουα τας φωνάς των, αλλά δεν διέκρινα τι λέγουν. Οι πρώτοι εκ του σώματός μας έτρεξαν προς συνάντησίν των. Ολόκληρος η μακρά μας στήλη επέσπευσε το βήμα διά των ελιγμών της κρημνώδους ατραπού, και εβάδιζα σπεύδων κ' εγώ — τελευταίος μετά του Μίρτου. — Τι συμβαίνει; τον ηρώτησα. — Κάτι τρέχει, απεκρίθη λακωνικώς.
Δεν ανησύχει δε, διότι είχεν ήδη προ πολλού συνηθίσει αδελφόν και αδελφήν εις ομοίας εξαφανίσεις βιβλίων των, και ήξευρεν εκ της παρελθούσης του πείρας, ότι προεκάλουν μεν αύται φωνάς και θυέλλας και κλύδωνας, ων την έκρηξιν υπέμενεν εκείνος καρτερικώς, αλλά ότι ο θόρυβος όλος και ο πάταγος διήρκει μίαν ή δύο ημέρας το πολύ, και εκόπαζε τέλος τη παρεμβάσει της αγαθής μητρός του, ήτις είχε τυφλήν αδυναμίαν προς τον υστερότοκον και μαμμόθρεπτον υιόν αυτής.
Όταν δε πλέοντες προσεγγίσωσιν είς τινα πόλιν εκ των μεταξύ ευρισκομένων, δένουσι το πλοιάριον εις την ξηράν και πράττουσι τα ακόλουθα. Τινές μεν των γυναικών εξακολουθούσι τα άσματά των ή τον κροταλισμόν των κροτάλων, άλλαι περιγελώσι με μεγάλας φωνάς τας γυναίκας της πόλεως εκείνης, άλλαι χορεύουσι, και άλλαι ιστάμεναι όρθιαι ανασύρουσι τα ενδύματά των.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν