United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Νέρων έρριψε προς αυτόν βλέμμα πλήρες περιφρονήσεως. — Εγώ να γίνω θεατής ξυλίνων παραπηγμάτων καιομένων! Ο εγκέφαλος σου εσκληρύνθη, Τιγγελίνε. Εκτός τούτου, βλέπω ότι δεν εκτιμάς ποσώς το τάλαντόν μου και την Τροίαν μου, επειδή κρίνεις αυτά ανάξια μεγαλειτέρας θυσίας. Ο Τιγγελίνος ωχρίασεν. Ο Νέρων, ως εάν ήθελε να αλλάξη ομιλίαν, προσέθηκεν: — Έρχεται το θέρος.

Ο Πέτρος είπεν: — Ημείς φέρομεν την αγάπην. Και ο Παύλος ο Ταρσεύς προσέθηκεν: — Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Η καρδία του γηραιού Πέτρου είχε συγκινηθή υπό της ψυχής ταύτης της βασανιζομένης, ήτις, ως πτηνόν κλεισμένον εν κλωβώ, εξώρμα προς τον ήλιον.

Ποίος το ειξεύρει; είπε μετ' αμφιβολίας η Αϊμά. — Θα υπάρχουν άνθρωποι να το ειξεύρουν, πιστεύω. — Και πού να τους εύρωμεν; — Αυτό πρέπει να το φροντίσωμεν χωρίς άλλο. Πιστεύεις ότι αισθάνομαι συμπάθειαν διά σε; — Ευχαριστώ, μήτερ μου. — Και επιθυμώ να μάθω ποία είσαι, προσέθηκεν η Σιξτίνα μη ευρίσκουσα άλλην ερμηνείαν της λέξεως συμπάθεια. — Κ' εγώ επιθυμώ το ίδιον, είπεν η Αϊμά.

Απόψε έφθασε το βαπόρι, επανέλαβεν ο εφημέριος· εμένα μου το έφεραν τώρα μόλις έβγαινα από την εκκλησίαν. Και ενθείς την χείρα έσω του φακέλλου εξήγαγε διπλωμένον χαρτίον. — Το γράμμα είνε προς εμέ, προσέθηκεν, αλλά σε αποβλέπει. —Εμένα ; εμένα ; επανέλαβεν έκπληκτος η γραία. Ο παππα-Δημήτρης εξεδίπλωσε το χαρτίον.

Και προσέθηκεν, από μέρους του ο καμαρώτος, ότι η θάλασσα έγεινε ξείδι και πετά σπίθαις, θαρρείς, απόξω από της Τρεις Μπούκαις, οπού ήσαν αραγμένοι, από τον θυμόν της, και δεν θα κάμουν πανιά ούτε με μια 'βδομάδα.

Και προσέθηκεν. — Έχουν ιδεί τέτοια τα μάτια μου! . . . . . Από τότε ο παπά-Κονόμος ήτο τελείως παρηγορημένος. Μετ' ολίγον δε έπαυσαν και αι πικραί εκείναι διαδόσεις μεταξύ των γυναικών του χωρίου. Και δεν ηκούετο πλέον το όνομα της Κουκκίτσας, ειμή εν τη εκκλησία κατά Σάββατον, οπού το εμνημόνευεν ο παπά-Κονόμος, ο πατέρας της, με δακρυσμένους πάντοτε τους οφθαλμούς του . . . .

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!