Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Η ταλαίπωρος Σεμίρα εκοιμάτο, ως φαίνεται, την φοράν ταύτην με τα σωστά της. Η βαρεία ράβδος υψώθη και κατέπεσεν επί του μαλακού και αναπάλλοντος αυτής σώματος άπαξ, δις, πλειστάκις, απειράκις, ως κόπανος πλυντρίας. Μόνον κατά την τελευταίαν στιγμήν ηκούσθη έν ήσυχον μιάου μιάου. Αλλά τούτο εφαίνετο καταβαίνον εξ ύψους.
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Όχι, έχει σώας τας φρένας, ουχί όμως και ως προς ταφορώντα εις σε και την κόρην σου. Μόνον ως προς αυτά παραφρονεί. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Διατί; Ποίος δαίμων μοχθηρός τον ωθεί εις έγκλημα τοιούτο; ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Θείος χρησμός, ως λέγει τουλάχιστον ο Κάλχας, διά να δυνηθή ν' αποπλεύση ο στρατός. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Πού; Ω ! ταλαίπωρος εγώ, ταλαίπωρος κ’ εκείνη την οποίαν μέλλει να φονεύση ο πατήρ της !
Εκτύπησεν επί του πατώματος μετά προσοχής τους πόδας της εναλλάξ, όπως καταπέσωσιν αι προσκεκολλημέναι επί των υποδημάτων της χιόνες· ετίναξεν ωσαύτως και την άκραν γύρω-γύρω του φουστανίου και προχωρήσασα προς την εστίαν. — Καλή χρονιά! είπε, χαιρετίζουσα ευφροσύνως, διπλήν αισθανομένη η ταλαίπωρος την χαράν της μεγάλης ημέρας.
Και ενώ εκείνη έλεγε ταύτα, εγώ εσυλλογιζόμην την ανήμερον άλλοτε οργήν της κατά του φονέως, το παράπονόν της, ότι ο πτωχός ημών αδελφός εταράσσετο εν τω τάφω του, οσάκις ο φονεύς αυτού επάτει το χώμα, έστω και εις την άκραν του κόσμου, και ανετριχίαζε το σώμα μου εκ της ιδέας, ότι ο φονεύς εκείνος περιπατεί καθ' εκάστην επί αυτού του τάφου του θύματός του, και έτρεμον μη το πληροφορηθή η ταλαίπωρος.
Τρία όλα έτη έζησεν ούτω ο ταλαίπωρος Γεώργης, πεινών και γυμνητεύων, φρικιών υπό ρίγους τον χειμώνα και περιφέρων ασκεπή την κεφαλήν του το θέρος υπό τον φλογερόν ήλιον των Αθηνών, κοίτην του έχων την γωνίαν ρυπαρού υπογείου, και νυκτερινούς συντρόφους του — πλην δύο άλλων ομοίων του ατυχών πλασμάτων — ποντικούς υπερμεγέθεις, οίτινες ουχί σπανίως απεθρασύνοντο να τρωγαλίζωσι τας μικράς αυτού πτέρνας, οσάκις ο γάτος του οίκου είχεν άλλας ασχολίας επί των γειτονικών ορόφων.
Πώς όμως να υποθέση πράγμα τα οποίον δεν ηδύνατο καν να φαντασθή; Αλλ' ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας και η χήρα έτρεμε μήπως ο Μανώλης μαντεύση εκείνο το οποίον έκρυπτεν εις την καρδίαν της. Μεταξύ δε των δύο αντιθέτων ροπών έπασχεν η ταλαίπωρος όσον δεν είχεν υποφέρη ποτέ κατά την μακράν της χηρείαν.
Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος. 50 με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας• «Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση γέρος πολυβασάνιστος• αλλά με βιάζει τώρα, για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία, αλλ' όλοι σεις ομόσετε 'ς εμένα φρικτόν όρκο, 55 βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση».
Και προς την πόλι κίνησεν ο θείος Οδυσσέας• κ' η Αθηνά καλόθελα τον έζωσε κατάχνια, 15 μην απαντώντας τον κανείς των ανδρικών Φαιάκων ανεγελάση αυτόν πικρά και ποιος είν' ερωτήση. και εις την τερπνήν ότ' έμελλε την πόλι να πατήση, κει τον απάντησε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, με σχήμα κόρης τρυφερής, 'που στάμναν εβαστούσε, 20 κ' εμπρός του εστάθη• ερώτησεν ο θείος Οδυσσέας• «Παιδί μου, δεν μου έδειχνες το σπίτι του Αλκινόου, του ανδρός, οπ' όλων των λαών εδώ 'ναι βασιλέας; ξένος εγώ ταλαίπωρος φθασμένος εδώ πέρα μέσ' από μέρη μακρυνά, κανέναν των ανθρώπων, 25 απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα, δεν γνωρίζω».
Αχ, κόρη μου, και σεις, ξέναι, ω της δυστυχίας μου, ταλαίπωρος εγώ! Φεύγει, παιδί μου, και σε παραδίδει εις του Άδου τας αγκάλας. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Ω της δυστυχίας μου, μητέρα μου ! Κλαίω κ’ εγώ διά των ιδίων λόγων ως και συ, αφού ο αυτός πόνος μας κατασπαράττει και τας δύο. Σβύνεται πλέον δι' εμέ το φως τούτο του ηλίου.
Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η χειρ του κατέπεσεν αδρανής. — Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη είσαι ανόητη. — Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν εκείνη, κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της. — Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου έρχεται μία ιδέα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν