Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Ο ντον Πρέντου άνοιξε τα χοντρά του χείλη για να γελάσει και να πει μια από τις συνηθισμένες του χοντράδες, αλλά χαμήλωσε το βλέμμα επάνω στην γριά που έτρεμε, κοίταξε το κολιέ και τα σκουλαρίκια που ταλαντεύονταν, και άγγιξε κι εκείνος την χρυσή του καδένα και το πρόσωπό του συννέφιασε, όπως εκείνο το βράδυ που είδε να τρέμει ο ώμος του ανιψιού του.
Πώς όμως να υποθέση πράγμα τα οποίον δεν ηδύνατο καν να φαντασθή; Αλλ' ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας και η χήρα έτρεμε μήπως ο Μανώλης μαντεύση εκείνο το οποίον έκρυπτεν εις την καρδίαν της. Μεταξύ δε των δύο αντιθέτων ροπών έπασχεν η ταλαίπωρος όσον δεν είχεν υποφέρη ποτέ κατά την μακράν της χηρείαν.
Πήρε στα χέρια του ένα τσικούρι κ' ένα κομμάτι σκοινί, στάθηκε μια στιγμή να δη τη Βασίλισσά του, την αγκάλιασε, και κείνη, με καρδιά που έτρεμε σαν το μισοζώντανο το ψάρι, σήκωσε το μαραμένο της χέρι, και του είπε να πάη στο καλό. Το είχαν απόφαση κ' οι δυο τους να κάμουν το θέλημα του Θεού.
Καθόταν εκεί και συλλογιζότανε τη μητέρα του και συλλογιζότανε πως όλα γίνανε τόσο σοβαρά μεμιάς. Πρώτη φορά παρατήρησα πόσο είχε μεγαλώσει και του έπιασα τα χέρι σαν ενός συνομίληκου. Έτρεμε το πρόσωπο του παιδιού, που είτανε μόνο δέκα χρονών, μα δεν μπορούσε να βγάλη λέξη.
Ο Δημήτρης, περιπλανώμενος Ιουδαίος της ζωής και του θανάτου, δεν εύρισκε πουθενά θέσιν να σταθή. Είχεν αηδιάση την ζωήν και όμως έτρεμε προ του θανάτου, ως παις προ μορμολυκείου. Ο Δημήτρης έμεινεν εκεί επί πολύ σκεπτόμενος και κλαίων.
Μέσα στην ομιλία του την πλέον ήσυχη διέκρινα κάτι που έτρεμε, που εκινείτο αλλοιώτικα μέσα του και το οποίον πολλάκις μου έδιδε κάποιαν ανησυχίαν. Συχνά σταματούσε σε μια φράσι, σαν να είχε λησμονήσει τι ήθελε να ειπή και ετέντωνε ταυτιά και επρόσεχε σαν να ήκουε κάποιον να ομιλή, σαν να περίμενε κανένα.
Μα κι' ο Μενέλας έτρεμε το ίδιο — γιατί ο ύπνος 25 και τα δικά του βλέφαρα δεν τάγγιζε — μην πάθουν οι Δαναοί, που χάρη του πολύ γιαλό περνώντας ήρθαν στην Τρία, πρόθυμοι το αίμα τους να χύσουν. Πρώτα στην πλάτη τη φαρδιά παρδαλακιό με βούλες ρήχνει, και στο κεφάλι του σηκώνει το χαλκένιο 30 γερό του κράνος και φοράει, και παίρνει το κοντάρι στη σταλωμένη χέρα του.
Πέφτει του Λάμπρου το ραβδί π' ακούμπαε το πλευρό του, Της Χρύσως έπεφτε η ποδιά, τα χέρια χαρβαλώναν Κι' άθελα βρέσκαν κι' άγγιζαν του πιστικού τα χέρια. Έτρεμε σαν την καλαμιά κι' ανάγερνε τα μάτια Πλημμυρισμένα από καϊμό και φλογερά απ' αγάπη, Κι' όπως κοχλάζει απ' άνεμον η φουσκωμένη λίμνη Έτσ' ανεβοκατέβαιναν οι αμαλαγοί της κόρφοι.
Αλλ' εις απάντησιν ο Πατούχας ύψωσε τον φοβερόν του πόδα, έτοιμος να την εκδιώξη με λάκτισμα: — Φύγε σου λέω, διάλε τσ' απεθαμένους σου να μη σε σκοτώσω! Η χήρα αφού τον ητένισε με παρατεταμένον βλέμμα, εις το οποίον έτρεμε μία τελευταία ελπίς, εστέναξε και ο αναστεναγμός εξήλθεν από τα στήθη της ως οιμωγή. Έπειτα επροχώρησε προς την θύραν και εξήλθεν.
— Μη φοβείσαι, απήντησεν ο σκληρός Γύφτος. Αλλ' η φωνή του έτρεμε. Η Αϊμά παρετήρησεν ότι ήσαν μόνοι. — Δεν είνε άνθρωποι εδώ; είπε. — Τώρα θα έλθουν, απήντησεν ο ακάματος Πρωτόγυφτος. — Καλλίτερα να μην έλθουν, εσκέφθη η Αϊμά. Μεγαλοφώνως δε είπε· — Δεν θέλω να μείνω εδώ. — Και πού θα υπάγης; — Προτιμώ να φύγω. — Για να σου πω, είπεν ο Γύφτος, εγώ είμαι κουρασμένος, θέλω να κοιμηθώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν