Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Πιο λαμπρό. και πιο χαρούμενο πανηγύρι δε μετάγινε στη χριστιανική την Αλεξάντρεια. Κ' έτσι κάθισε πάλι στο θρόνο του ο λαοπόθητος ο Αθανάσιος. Του Ιουλιανού ως τόσο δεν του ήρθε και τόση δόξα· ως εκεί η φιλοσοφία του δεν πήγαινε. Ταράζεται από ζούλια και προστάζει να ξοριστή πάλι ο Αθανάσιος. Είναι άπρεπα κι άσοφα τα όσα έγραψε εναντίο του τότες. Ως κι «ανθρωπάκο» τον ονόμασε σ' ένα του γράμμα.

Ύστερ' απ' αυτή την κουβέντα, άνοιξε ομιλία για την άλλη την ιστορία, του Πανάγου. Πότε πρόφταξε και πήρε το γύρο της η καινούρια η όψη που της κάθισε ο Πάτερ Χαράλαμπος και μάλιστα δίχως φημερίδα, είνε κι αυτό θάμα που μονάχα στα χωριά γίνεται. Ως κ' οι τρεις οι Τούρκοι το ξέρανε, πως είταν ψέματα και πως έγινε λάθος, κι ανακατέψανε στην υπόθεση μέσα τη Μιχάλαινα, λέει, αντίς τη Μαζώχτρα!

Η ντόνα Έστερ όμως τον άρπαξε από το χέρι και η Νοέμι, που πήγαινε από πίσω του, έπεσε βαριά επάνω στον πάγκο, όπως η ντόνα Ρουθ, με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο μελανό. Εκείνος πήγε έξω, κάθισε στο σκαλοπάτι και έμεινε όλη τη νύχτα ακίνητος με το κεφάλι μέσα στα χέρια. Πριν την αυγή έφυγε για να πάει να βρει τον Τζατσίντο.

Σαν εμπήκε, μαυροντυμένη νυφούλα, στην αυλή του μοναστηριού, προχώρησε αλαφροπατώντας στο παχύ χορτάρι και στάθηκε μπροστά στο μνήμα του καλού της. Τα δάκρυά της τρέχανε σιγαλά μέσα στο φως κάτω απ' τη μαύρη μαντήλα, όπως τρέχανε κάτω απ' το λευκό πέπλο, την ώρα του γάμου. Κάθισε στη ρίζα του κυπαρισσιού κι' αγκάλιασε την πέτρα του τάφου.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι». Είπε και κείνος κάθισετο στιλβωτό θρονί του. ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, 410 καιτον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον.

Τώρα στην πόρτα κάθισε του λόγου σου και φύλα; και πάρε δίφορης συκιάς και ξερομάσσα φύλλα!». Για πες μου τώρα όλ' αυτά σ' αρέσουν; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μια χαρά!

Εις το πλευρόν του κάθισε και συ, συνάδελφέ του. Κάθουτο πλάγι των και συ. Μ' αυτούς και συ θα κρίνης. ΕΔΓΑΡ Να κάμωμεν δικαιοκρισίαν. Ξύπνα, βοσκέ μου, και μην κοιμάσαι. Πατούν τα στάχυα τα πρόβατά σου. Δεν τα σφυρίζεις νάλθουν σιμά σου; Ή τον δραγάτην δεν τον φοβάσαι; Πρρρ! Η γάτα είναι στακτιά.! ΛΗΡ Πρώτη αυτή να κριθή. Είναι η Γονερίλη.

Έπαρε το μαξιλάρι και κάθισε, κόρη μου, γιατί βαραίν' η καρδιά μου, κι όταν σ' έχω σιμά μου, γίνουμαι και γω χαρούμενη σαν και σένα. Έτσι μούρχεται να σ' έχω πάντα σιμά μου. Τονέ ζουλεύω τον καλότυχο που θα σε κάμη δική του. Αρετ. Καλέ μαννούλα, τι λες; Εγώ παντρειές και γαμπρούς δε θέλω.

Τελικά κάθισε πλάι στην είσοδο για να ράψει σιωπηλή και όταν ήρθε ο ντον Πρέντου μετακίνησε το κάθισμα και παραμέρισε το πανί της για να του ελευθερώσει το πέρασμα, αλλά σήκωσε μόλις το πρόσωπο για να τον κοιτάξει και απάντησε με ένα ελαφρό νεύμα του κεφαλιού στο χαιρετισμό του.

Ύστερα ο κλονισμός που είχε νοιώσει στη θέα της λουρίδας της γυναικείας κνήμης άρχισε να πλημμυρίζει την ύπαρξή του, και να τον σέρνει σε μια ακατανίκητη ανάγκη να μιλήσει και να νοιώσει κοντά του, δική του τη γυναίκα. Έτρεξε στο ντουλαπάκι του, πήρε τ' απαιτούμενα και κάθισε σ' ένα πάγκο μπροστά στο τραπέζι του συσσιτίου, για να γράψει.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν