United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. — Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. — Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.

Ο καρβανάρης ο Ρόβας, που κορόιδευε πρώτα τον μικρό κριτή, πήγε και τον αγκάλιασε κι' αυτός και τον φίλησε, λέγοντας του: — Παιδί μου, να με σχωρέ'ης, Εγώ είμαι μεγάλος στα χρόνια και συ μεγάλος στον νου. Μια μέρα θα γείνης αφέντης. Και πραγματικώς έζησε και πρόκοψε, κι' όλοι οι συνταξειδιώτες του έγειναν ύστερα από λίγα χρόνια υπηρέτες του.

Αλλ' αν ο τροχός ανεβαίνη τον ανήφορον, αγκάλιασέ τον να σε σύρη κ' εσένα επάνω. — Αν εύρης σοφόν να σου δώση πλέον σωστήν συμβουλήν, δος μου οπίσω την ιδικήν μου. Αφού είναι συμβουλή τρελλού, ας την ακολουθήσουν οι ανόητοι. Όποιος κοπιάζει διά να κερδίσει, κι' όποιος αγαπά προς το θεαθήναι, θα το στρήψη άμα η βροχή αρχίση. Εις την τρικυμίαν συ, αν θέλης, μείνε, Αλλ' εγώ δεν φεύγω.

Αγκάλιασε λοιπόν το άγαλμα και θέλησε να το σηκώση. Κ' εκείνο όμως ήταν βαρύ, πολύ βαρύ για τα χέρια του. Μα η επιμονή και τι δεν κάνει; Έδωκεπήρε, κατώρθωσε να το σηκώση στην αγκαλιά του. Μόλις όμως θέλησε να κάμη δυο βήματα άρχισε να τρικλίζη κι άπλωσε το χέρι στον τοίχο να κρατηθή. Μα δεν άδραξε παρά μιαν άκρη από το κέντημα.

Όχι, μου απεκρίθη, μα εξ εναντίας το χαίρομαι, επειδή και επιθυμώ πάντα την ευτυχίαν των φίλων μου και λέγοντας έτσι, με αγκάλιασε, και μ' εφίλησε, διά να μου δώση με τούτο να καταλάβω πως ομιλεί με την καρδίαν ανοικτήν.

Αυτοί ήσαν οι λόγοι του Αγιόλα, και ο Ρούντυ τον αγκάλιασε και τον εφίλησε με την καρδιά τουτο υγρό του μουσούδι· έπειτα επήρε την γάτατα χέρια, αλλά αυτή εκαμπούριαζε τη ράχη της και εξανίστατο. «Μου είσαι πολύ δυνατός και δεν θέλω να μεταχειρισθώ τα νύχια μου εναντίον σου! Σκαρφάλωσε τουλάχιστον επάνωτο βουνό, σου εδίδαξα να σκαρφαλώνης!

Ήτανε κοντά ώρα της αγογιοματινής βοσκής κι ο Δάφνης, αφού ανάντεψε από ψηλή ραχούλα τα κοπάδια και τη Χλόη κ' εφώναξε δυνατά «ώ Νύμφες και Πάναέτρεξε κάτου στον κάμπο· και σαν αγκάλιασε τη Χλόη και λιγοψύχησε έπεσε χάμω.

Η Νίκη μας έφυγε· η Δόξα όμως μένει και θα μένη στους αιώνες δική μας. Ναι· είνε ωραίο· είνε τέλειο καλλιτέχνημα! Χύθηκε απάνου στάγαλμα, τ' αγκάλιασε σφιχτά και του φίλησε με πάθος το κρύο μέτωπο. — Για σένα τους χαρίζω κάθε αληθινή δόξα· εψιθύρισε τρυφερά κυττάζοντας το μάρμαρο. Πού είσαι τώρα, Περαχώρα, Γκενεβέζο, Αλαμάνο! εφώναξε απλώνοντας το χέρι του. Καλά κάματε και φύγατε· πολύ καλά.

Ο Γεωργάκης την αγκάλιασε, και την μίλησε για να την παρηγορήση και να της κάνη την καρδιά, κι' έτσι αγκαλιασμένοι έγειραν στο προσκέφαλο της παραστιάς.

Αυτό το μπράτσο την αγκάλιασε, αυτά τα χείλη έτρεμαν πάνω στα χείλη της, αυτό το στόμα εψέλλισε στο δικό της: «Είσαι δική μου! Είσαι δική μου! ναι, Καρολίνα για πάντα». »Και τι σημαίνει πως ο Αλβέρτος είναι σύζυγός σου; Σύζυγος! Αυτό λοιπόν θα ήτανε γι' αυτό τον κόσμοναι γι' αυτόν τον κόσμοαμαρτία ότι σε αγαπώ, ότι επιθυμούσα από τα χέρια του να σε αποσπάσω στα δικά μου.