Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Δεν καλόνοιωθα τι έτρεξε, μα έβλεπα, έβλεπα τις πέτρες που σήκωναν, τα ξύλα που τραβούσανε σιγανά, τη σκόνη που μ' έπνιγε. Έβλεπα και το γέρο το Βασίλη, ξεσκισμένο, λαβωμένο, χωματιασμένο, να τους φωνάζη όλους με βραχνιασμένη φωνή, «προσέξτ' από δω, παιδιά, τραβάτ' από κει». Ύστερα ένοιωσα πως δεν είμουν πια θαμμένος, πως με σήκωναν.

Και εγώ έχω τη δική μου· τι πειράζει; θα φροντίσουμε και κατόπι. Ο Αντωνέλλος εκίνησε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση. — Άκουσε, Αντωνέλλο, είπεν ο Καραγιάννης αν η Μπέλλα πανδρευότανε, δε θ' αρχότανε και η δική σου αράδα; Ο Αντωνέλλος ήκουε τώρα τους παλμούς της καρδίας του: τόσον ήσαν σφοδροί! — Τι θες να πης; ηρώτησε σιγανά.

Ας σταθούμε μια στιγμή στο μισό το δρόμο. Εκεί, κοντά στο λάλο το κύμα, που σιγανά κατρακυλάει και ξεσπάνει κι αφρίζει, και μαργαριταρώνει την αμμουδιά. Πατρίδα μου, τι αθάνατο πράμα είναι αυτή η ομορφιά σου. Πρέπει άνθρωπος να σε στερηθή, να καταλάβη την αιώνια σου χάρη! να γεράση στα ξένα, και να ξανάρθη στην αγκαλιά σου, να ξανανιώση.

Η χαρά πρέπει νάβγη, το κορίτσι πρέπει να τραγουδήση, κι ας γείνη ό,τι γείνη. Βγαίνει λοιπόν σιγανά και με προσοχή. Έτσι τραγουδούσαν και τότες, μα τραγουδούσαν τραγούδια της προκοπής, όχι τα νερόβραστα που τους φέρνουν τώρα τα ξενιτεμένα ταδέρφια τους. Έλα στο περιβόλι, να το δης πως δεν είναι πια εκείνα τα χρόνια. Πρώτο, που καθεμιά γλυκόχαρη μαυρομάτα δεν είναι καθώς τότες ντυμένη.

Πώς; Ξένος. Νομίζω ότι τα θεωρούμεν ως ήσυχα και φρόνιμα, και πάλιν τα αποθαυμάζομεν και όταν εφαρμόζωνται εις την διάνοιαν και εις τας πράξεις, τα λέγομεν σιγανά και μαλακά, και πάλιν όταν εφαρμόζωνται εις τας φωνάς τα λέγομεν ομαλά και χαμηλά, και πάσαν ρυθμικήν κίνησιν και ολόκληρον την μουσικήν όταν εις κατάλληλον ώραν μεταχειρίζεται την αργοπορίαν, εις όλα αυτά ναι μεν δεν εφαρμόζομεν της ανδρείας, εφαρμόζομεν όμως το όνομα της αξιοπρεπείας.

Βέβιος τότε να τον πιάκη, Σιγανά, αλαφρά αρχινάει, 330 Στο γιαλί να ιδή, να φτάκη, Το κεφάλι να κρεμάη. Ένα αυτί πρωτοματιάζει, Κι' άλλο δεύτερο δοκέται· Και τα νύχια του συντάζει· 335 Δέξια ζέρβια του κινιέται· Εις αυτό, το ζύγι χάνει, Ξαγλιστράει παραπατόντας Το σκοπό δεν αποκάνει, Και στον πάτο πάει βαρόντας. 340

Κατά την αυγή, οι τέσσερες σύντροφοι ανέβαιναν στο Λιντάν, όταν είδαν νάρχεται πίσω τους ένας άνθρωπος που ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο καβάλλα στο άλογό του που πήγαινε βήμα σιγά σιγά. Ερρίχτηκαν πίσω από τα δέντρα, κι' ο άνθρωπος πέρασε χωρίς να τους δη γιατί ήταν κοιμισμένος. Ο Τριστάνος τον ανεγνώρισε. — Αδερφέ, είπε σιγανά στον Καερδέν, είναι ο ίδιος ο Ντινάς ντε Λιντάν. Κοιμάται.

Καλά καλά μήτε ο γέρος ο Εφημέριος δεν μπόρεσε να κρατήση τα δάκρια. Τους διάβασε μιαν Ευκή αποθέτοντας την άκρη του πετραχηλιού του απάνω τους, και σαν αποτέλειωσε κ' η Ευκή, ξανάκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν κατά τη θύρα με βήματα σιγανά.

Λεπτό περιδέραιο από χρυσάφι και πετράδια στολίζει το φωτεινό της μέτωπο: — Η Βασίλισσα! λέει σιγανά ο Καερδέν. — Η Βασίλισσα; λέει ο Τριστάνος. Όχι, είναι η Καμίλλη, η υπηρέτρια της». Έπειτα, σ' ένα ψαρρί άλογο έρχεται μια άλλη πειο άσπρη από το χιόνι του Φλεβάρη, πειο ροδαλή από τα τριαντάφυλλα. Τα λαμπρά μάτια της κάνουν μαρμαρυγές όπως τ' αστέρια στο καθαρό νερό της πηγής.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν