United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δία πατέρα, τάχατες θα μου θυμώσεις, πες μου, τον Άρη αν διώξω μ' άσκημο στυλιάρι όξω απ' τη μάχηΤότες ο μαβροσύγνεφος του Κρόνου γιος της είπε «Ομπρός λοιπόν! Αμόλα του τη νικοδότρα κόρη, 765 π' απ' όλους πιο πολύ αγαπάει να τον βαριοπαιδέβειΕίπε κι' αγρίκησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα, και τ' άλογα της βάρεσε. Και πρόθυμα πετούσαν τα ζώα ανάμεσα της Γης και τ' Ουρανού με τ' άστρα.

Όμως πολύ είμαι ανήσυχη μη σ' έπεισε ν' αλλάξεις 555 η Θέτη, του θαλασσινού η θυγατέρα γέρου· τι ήρθε κοντά σου σύνταχα και σούπιασε το γόνα, και μ' όρκο εσύ της έταξες, το βλέπω, να βοηθήσεις τον Αχιλιά, και Δαναούς πολλούς να ξολοθρέψειςΤότες γυρνάει του Κρόνου ο γιος και με θυμό της κάνει 560 «Καημένη, δε σε ξεγελώ, μον πάντα κάτι νιώθεις.

Τόσο ούτε καν τον Αχιλιά δεν τρέμαμε ποτές μας που λεν πως είναι γιος θεάς· μα αφτός παραλυσσάζει, 100 και τέρι στην παλικαριά δεν έχει εδώ κανέναΕίπε, κι' εκείνος άκουσε τα λόγια τ' αδερφού του κι' αμέσως χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι. Και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες μες στο στρατό, και φώναζε να πολεμάν και σφάζουν, 105 και σήκωσε άγριο πόλεμο.

Και το στερνό βραβείο ο γιος το πήρε του Νεστόρου, 785 και μες στη μέση του στρατού χαμογελώντας είπε «Πράμα, ορέ αδέρφια, θα σας πω γνωστό σας· πως ακόμα και τώρα τους παλαιϊκούς όλοι οι θεοί τιμούνε.

Και τότες ρήχνουν τους λαχνούς, στ' αμάξια ανεβασμένοι, και σιει τους του Πηλέα ο γιος. Και πρώτος τ' Αντιλόχου βγήκε ο λαχνός· ο Έβμηλος πήρε σειρά κατόπι· τρίτος κοντά τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας· 355 κι' έλαχε τέταρτος σειρά του Μέγη ο γιος Μηριόνης· κι' έπεσε ο κλήρος ο στερνός στον πρώτο πρώτο απ' όλους αλογοτρέχτη, στο γερό παλικαρά Διομήδη.

Μα να! ο φουρτουνοκράτης γιος μ' οργίστηκε του Κρόνου. 375 που σε μαλώματα άκαρπα με ρήχνει και διχόνιες· που για μια νια πιαστήκαμε εγώ κι' ο Αχιλέας με λόγια δυνατά, κι' εγώ πρωτάρχισα την έχτρα. Μα αν πάλε οι διο μονιάσουμε κάναν καιρό, μια μέρα δε θενά αργήσει η συφορά τους Τρώες να πλακώσει. 380 Τώρα να φάτε σύρτε εφτύς κι' ας μπούμε στο κοντάρι.

Και είναι άθρωπος με γνώσι Να δανείση και καμπόση, Και όχι ως λεν αυτοί, ζουρλός Σας παρακινάω φίλοι, Με αληθοσύνης χείλι, Κατηγόρια ν' αφεθή· Κι' όπου τύχη να τον βρήτε, Πρόθυμα όλοι να τον φτιύτε, Για να μην αβασκαθή. Σ υ μ β ο ύ λ ι ο ν Γ ι α τ ρ ώ ν Γιός ολομονάκριβος, γονέων ευγενών, Μ' αρρώστιας πέφτει βάσανο παραδαρμό δεινόν.

Ξαφνίστη τότε απ' την πληγή τ' Ατρέα ο γιος, μα κι' έτσι το θάρρος του δεν τόχασε, μον χύθηκε τον Κόνα 255 να φάει με το βουνόθρεφτο κοντάρι του στο χέρι.

Τη νια μαθές που τούδωκαν πρεσβιό τα παλικάρια, πήγε ξανά απ' τα χέρια του την πήρε ο γιος τ' Ατρέα. 445 Κι' ενώ απ' τη λύπη του έτρωγε τα σωθικά του ο γιος μου για το κορίτσι, να οι οχτροί στρυμώνουν τους Αργίτες μες στα καράβια, κι' όξω πια να βγούνε δε μπορούσαν. Έστειλαν τότε οι πρόκριτοι και τον περικαλούσαν να βγει, και δώρα τούταζαν πολλά και φημισμένα.

Σαν έτσι πάντα σπάραζε τον Έχτορα από πάθος. 22 Μα τέλος πια η δωδέκατη σαν ήρθε χρυσαβγούλα, 31 τότ' είπε μέσα στους θεούς του Δία ο γιος ο Φοίβος «Χάρη δεν ξέρτε ή πόνεση, θεοί!