United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι με τα μαλλιά μακριά, λυγδιάρικα και αξάγκλεγα, που εκρέμαγαν κ' εσκέπαζαν τα μάτια τους μπροστά κι άφξαιναν τη φριχτή τους όψη· και όλοι με ένα σβυσμένο ανάβλεμμα υγρό, που εχώνεβε σε αφάνταστην αγριότη. Έπαιρναν τις παλιοκασέλες πίσω τους, κ' εσήκωναν μπόγους τα ξεφτισμένα βρώμικα παλιοκούρελα πάνω στους ώμους τους, που τα μεταχειρίζονταν στρώματα ή παπλώματα.

Κάθε αυγή με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου, οι φρεγάδες αστραποβολούν, άγγελοι ασπροφόροι ανάμεσα στα γαλανά νερά. Τόρα ψυχή δεν έχουν· έρημες είνε από ναύτες και καπετάνιους. Όμως θα έρθη ώρα που ψυχή θα πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι στον δρόμο τους.

Αλλά και να γυρίσω τόρα στο νησί, πάλι δεν θα ησυχάσω. Με κράζει η θάλασσα. Με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου εφάνηκαν και οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθε έρχονταν; για πού επήγαιναν; ούτε άκουσε ούτ' έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήσαν βασιλικές φρεγάδες. Και οι τέσσερες, σου λέγει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμηπλώρη. Και είχαν τις αρματωσές τους, βασιλικές κ' εκείνες.

Και στο άρμα του Άδραστου κρεμούσανε σημάδια θυμητικά για τους γονιούς των στην πατρίδα χύνοντας δάκρυα, μα στο στόμα τους κανένα παράπονο δεν είχανε° γιατ’ η καρδιά τους, καρδιά ατσαλένια πόβραζε από τη λύσσα σαν λιονταριών με τ’ άγριο ανάβλεμμα, φυσούσε. Και δεν αργούν να τ’ αποδείξουν τα όσα σου είπα° κλήρους τους άφησα να βάζουν, για να φέρη με το λαχνό καθείς στις πύλες το στρατό του.

Τον εφύσαγαν άλλα απειλητικά με ταφρισμένα, διάπλατα ρουθούνια τους. Λεφτό δεν έδινε αφτός· τη δουλιά του. Το κοντό, σβουνιασμένο σκοινί, που αγκάλιαζε πριν τη χοντρή μέση του βοϊδολάτη, δεντρογαλιά φαρμακερή ξετυλίχτηκε τόρα, να σφίξη άσπλαχνα του άμοιρου Λιάρου τα κέρατα. Λες κ' ένιωσε τη συφορά του το μάβρο, ετήραε τον άγριο βοϊδολάτη μ' ένα βουρκωμένο στο παράπονο, παιδιακήσιο ανάβλεμμα.

Κι ομώνει στο κοντάρι πόχει -που καυχιέται πως πιο κι απ’ το θεό τιμά κι από το φως του πως ότι των Καδμείων την πόλη θα κουρσέψη στου Δία το πείσμα° τέτοια λέει, βουνήσιας μάννας βλαστάρι ωριόπλωρο κι αντρόπαιδον αρχάρης, που ότι και ξεμυτάει στο μάγουλό του χνούδι, σγουρή τρίχα δασειά που η πρώτη νιότη αδρύνει° κι όμως ωμό κι όχι με το παρθενικό του τ’ όνομα σύμφωνο έχοντας το φρόνημά του και γοργ’ ανάβλεμμα, στέκει εμπροστά στις πύλες κι όχι με δίχως καύχησες στις πύλες στέκει.

Έχυνε τον αναλυμένο μπρούντζο στο καλούπι του άμμου και το ποτάμι του κόκκινου μετάλλου επάγωνε σε καμπύλες ευγενικές κ' έπαιρνε τον τύπο θεϊκού κορμιού. Με σμάλτο ή στιλβωμένα πετράδια έδιν' ανάβλεμμα στα δίχως δράση μάτια. Τα σαν υάκινθος σγουρά μαλλιά κυμάτιζαν κάτω από τη σμίλη του. Εκείνη την εποχή ο καλλιτέχνης ήταν ελεύθερος.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Μάλιστα, Κύριε, ολόβολος. ΑΜΛΕΤΟΣ Λοιπόν εσείς το πρόσωπό του δεν είδετε; ΟΡΑΤΙΟΣ Ναι, Κύριε, το είδαμε βεβαίως, την προσωπίδα ως είχεν ανασηκωμένην. ΑΜΛΕΤΟΣ Πώς ήταν; άγριο το ανάβλεμμά του; ΟΡΑΤΙΟΣ Πλέον λύπην παρά θυμόν φανέρονετην όψιν. ΑΜΛΕΤΟΣ Χλωμός ή κόκκινος; ΟΡΑΤΙΟΣ Χλωμός πολύ. ΑΜΛΕΤΟΣ Και είχε επάνω σας τα μάτια στυλωμένα; ΟΡΑΤΙΟΣ Όλην ασάλευτα την ώραν.