United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι δασείαι οφρύες του Παππά-Σεραφείμ είχον συσταλή άμα ήκουσε τας τελευταίας του γαμβρού μου λέξεις. Δεν απεκρίθη εις ουδεμίαν των αλλεπαλλήλων ερωτήσεών μας· η σιωπή και η κατήφειά του εμαρτύρουν, ότι αναμνήσεις θλιβεραί επίεζον την καρδίαν του, ότι δεν του ήτο αρεστόν να τας αναξαίνη.

Αλλ' ο άνθρωπος εφαίνετο υγιέστατος τον νουν, η δε κατήφεια και η απομόνωσίς του δεν ήσαν βεβαίως ανεξήγητοι υπό τας γενικάς τότε των Ελλήνων περιστάσεις, ώστε διεσκεδάσθησαν εντός ολίγου πάσαι αι περί διαταράξεως των φρενών του υπόνοιαι. Εν συνόλω, οι Ερμουπολίται δεν ενησχολούντο πλέον περί αυτού.

Ότε ανέτειλεν η ημέρα, η παραμονή της κθ' Μαΐου ουδεμία ακτίς ηλίου κατέβη να φωτίση την Αϊμάν εις το ειδωλολατρικόν εκείνο άσυλον όπου άκουσα είχε καταφύγει. Υγρός και τεθολωμένος αιθήρ επέκειτο υπέρ την γην και πυκνά νέφη εκάλυπτον την κτίσιν. Πικρά κατήφεια εδέσποζε της φύσεως.

Γενική όμως κατήφεια, βαθυτάτη θλίψις, στεναγμοί, και δάκρυα συνώδευσαν τον νεκρόν εις το τελευταίον κατοικητήριόν του. Μαθηταί, χήραι, γέροντες, πτωχοί, ορφανά, και πάντες εν γένει οι κάτοικοι της κωμοπόλεως θρηνούντες παρηκολούθουν το λείψανον του ευεργέτου αυτών.

Αύτη με όλην την πτωχίαν διετήρησε τον φαιδρότατον χαρακτήρα της δροσερόν και χαρμόσυνον, τρέχουσα εις τα κτήματά της με τας θυγατέρας της, χωρίς η παραμικρά κατήφεια να επισκιάση την λάμψιν των μαύρων της οφθαλμών.

Συστατικά προς χώνευσιν και κένωσιν ποικίλα, και τόσ' αγγεία στρογγυλά, τριχοειδή και κοίλα, και κάτι άλλα πράγματα κι' ανώνυμα και κρύφια, που σαν τα βλέπης σούρχεται και σκέψις και κατήφεια. Η κύστις, πόνους φέρουσα ενίοτε δεινούς, εκ ταύτης δε ποτίζεται των Αθηνών η χώρα, και τέλος πάντων η ψυχή κι' ο παντοκράτωρ νους, με τον οποίον σκέπτομαι αυτά που γράφω τώρα.

Αι λαοκτόνοι του Λαμάρμορα σφαίραι, αποτυγχάνουσαι του τυραννικού σκοπού των, εκρήμνιζον απ’ εναντίας της κοινωνικής ανισότητος τα παλαιά προπύργια, συσφίγγουσαι τους ωχρούς υπηκόους του εις δημοκρατικήν εν τρόμω αδελφότητα. Τάφου κατήφεια και σιγή επεκράτει εν αρχή εις την υπόγειον εκείνην συνέλευσιν.

Ουδέν πλέον εγίνωσκεν ο φρουρός, αλλ' υπεσχέθη ότι, αν εμάνθανέ τι, έμελλε να τω το ανακοινώση. Παρήλθον δύο ή τρεις ημέραι. Ο Μάχτος επεσκέπετο καθ' εκάστην τον στρατιωτικόν σταθμόν. Εν δε τω χαλκείω κατήφεια και θλίψις επεκράτει. Ο Πρωτόγυφτος είχε γείνει άφαντος. Η μαστόρισσα ήτο απαρηγόρητος διά την αφάνειαν ταύτην, ως και διά την αναχώρησιν της Αϊμάς, ης δεν ενόει το κέρδος και τον σκοπόν.

Η φήμη διέδωκεν αμέσως πανταχού την είδησιν του θανάτου του, και μία τρομερά φρίκη και κατήφεια εκυρίευσεν όλους. Το στρατόπεδον ενόμισεν απ' εκείνην την στιγμήν ότι έχασε τον πατέρα του, τον οδηγόν του και ενί λόγω τον σωτήρα του.