United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και τι θα έλεγεν ο Γιαννάκος ο Σμυρνιός αν εμάνθανε τα γενόμενα; Καθόλου παράδοξον να υπέθετεν ότι και αυτή τα ήθελε και τα επροκάλει.

Και μετά την εκ της πόλεως επάνοδον, εξηκολούθει να πηγαίνη το βράδυ εις την βρύσιν, όπου εμάνθανε τα γυναικεία νέα της ημέρας, τι είπεν η μία και τι έκαμεν η άλλη, τι ύφαινεν η μεν και τι εξύφαινεν η δε. Εκεί, αποθέτουσαι τα σταμνιά επί του γεισώματος της κρήνης και περιμένουσαι σειράν, νέαι και ηλικιωμέναι γυναίκες εφλυάρουν επί τινα ώραν και έπειτα μία μία απήρχοντο με το σταμνί επ' ώμου.

Η Μαργή όμως εφαντάζετο ότι όχι μόνον εγνώριζεν, αλλά και συνεμερίζετο τον έρωτά της και από ημέρας εις ημέραν επερίμενε να της στείλη προξενιάν. Ποίαν άλλην εκτός αυτής ηδύνατο να εκλέξη; Αλλ' αν εμάνθανε την σκηνήν η οποία συνέβη όπισθεν της εκκλησίας και την άλλην την προηγουμένην όταν ο Μανώλης της έσπασε το σταμνί, δεν ήτο φόβος να ψυχρανθή η αγάπη του και να μετανοήση διά την εκλογήν του;

Και ηξεύρεις, αυθέντα, πώς επληρώθην εις αντάλλαγμα; Μεταξύ Νεαπόλεως και Ρώμης μου έδωσε μίαν μαχαιριάν και επώλησε την σύζυγόν μου, την Βερενίκην μου, την τόσον νέαν και ωραίαν, εις ένα έμπορον δούλων. Εάν ο Σοφοκλής εμάνθανε την ιστορίαν μου . . . Αλλά τι λέγω; Ο ακούων με είναι μεγαλείτερος του Σοφοκλέους. — Δυστυχισμένε άνθρωπε! είπεν η Ποππέα.

Όσον προκατειλημμένος και αν ήτο ο Βινίκιος, δεν ηδυνήθη να μη παρατηρήση μίαν διαφοράν μεταξύ της διδασκαλίας του γέροντος και της των κυνικών, των στωικών και άλλων φιλοσόφων. Εμάνθανε τώρα ότι ο Θεός ούτος είνε η αλήθεια· και εσκέφθη ακουσίως ότι ενώπιον ενός τοιούτου δημιουργού ο Ζευς, ο Απόλλων, ο Κρόνος, η Ήρα, η Εστία και η Αφροδίτη εφαίνοντο ως συμμορία γελωτοποιών.

Το ενδιαφέρον της έγινεν ακόμη ζωηρότερον, όταν είδεν ότι με ολίγην προσοχήν ημπορούσε να διαβάζη εις όλα τα βιβλία, εις όσα την εδοκίμασεν η διδασκάλισσά της, και πόσον εχάρη, όταν εβεβαιώθη ότι το κάθε τι, το όποιον εδιάβαζε είχε και ένα νόημα. Έως τότε μόνον με τα χείλη εμάνθανε το μάθημά της.

«Θα είμαι ο Κάσσιος Χαιρέας σου», επανελάμβανεν. Έλαβεν ολίγον χώμα από τα ανθοδοχεία, και έκαμε φοβερόν όρκον εις την Εκάτην, τον Έρεβον και τους Εφεστίους θεούς, ότι θα ελάμβανεν εκδίκησιν κατά του Νέρωνος. Τουλάχιστον τώρα είχε λόγους να ζήση. Μετέβη εις το Παλατίνον, όπου κατ' αρχάς θα έβλεπε την Ακτήν· ίσως από αυτήν θα εμάνθανε κάτι.

Είχε μέγα ενδιαφέρον να εμάνθανε τι του είπαν του Λυρίγκου οι δύο «ταχτικοί», και τι αυτός είπε. Το καλύβι του Λυρίγκου, το εγνώριζεν, ήτον επάνω στην ράχην, όπισθεν του βουνού, και απείχεν ως είκοσι λεπτά της ώρας. Τώρα, βέβαια, ο Λυρίγκος θα είχε μάθη το διατί αυτή κατεδιώκετο να συλληφθή, και διά ποίαν πράξιν κατηγορείτο.

Από τα οποία κακά έν είναι και η αδικία και η ασέβεια και γενικώς κάθε τι, το οποίον είναι εναντίον εις την πολιτικήν αρετήν· και τότε ίσαίσα ο καθείς θυμώνει και νουθετεί οποιονδήποτε, διότι ηδύνατο ν' αποκτήση την αρετήν ταύτην, αν εφρόντιζε και την εμάνθανε.

Εις την πατρίδα του ήρχισε και να λαλή, διδαχθείς πρώτον την διάλεκτον του τόπου του, και εκεί εγνώρισε τους θεούς. Εάν δε κανείς εγεννήθη εις πατρίδα τόσω μικράν, ώστε ν' αναγκασθή να μεταβή εις άλλην προς ευρυτέραν εκπαίδευσιν, και την εκπαίδευσιν ταύτην οφείλει εις την πατρίδα του• διότι άνευ της πατρίδος του ουδέ το όνομα και την ύπαρξιν της πόλεως εκείνης θα εμάνθανε.