United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμα δε οι Βοιωτοί ητοίμασαν τα πάντα, εφάνησαν επί του λόφου και εσταμάτησαν, παραταγμένοι όπως έπρεπε, διά να πολεμήσουν. Ήσαν δε επτά χιλιάδες πεζοί, δέκα χιλιάδες και πλέον ελαφρά ωπλισμένοι, χίλιοι ιππείς και πεντακόσιοι πελτασταί.

Μισεύοντας το λοιπόν από εκεί, επέρασαν τον ποταμόν Ηρτύχ, και ύστερα από πολλές ημέρες έφθασαν εις την γην της φυλής της Μπέρλας, και εσταμάτησαν εις την πρώτην τένταν που ηύραν, επειδή και εκείνοι κατοικούν όλοι εις τέντες.

Η Γιουγκφράου υψούτο εκεί εν μεγαλοπρεπεία και λαμπρότητι περιβαλλομένη από τον δασώδη πράσινον στέφανον των εγγύς ορέων. Πάντες εσταμάτησαν και εθεώντο το κάλλος της φύσεως. Και ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα ησθάνοντο και αυτοί την από ταύτης μαγείαν. — Πουθενά δεν είναι ωραιότερα από εδώ; έλεγεν η Μπαμπέττα. — Πουθενά! έλεγε ο Ρούντυ και εκύτταζε την Μπαμπέτταν.

Πέραν του αρχαίου ποταμού Κισόν, ο δρόμος ήγεν εις το Εν- Γανμέν, όπου παρά τας πηγάς και εν τω μέσω των σκιερών και ωραίων κήπων, οίτινες στολίζουν ακόμη το μέρος, οι προσκυνηταί εσταμάτησαν όπως αναπαυθούν την νύκτα.

Τέλος, αφού διήλθον την Κυρήνην, ενώ ήσαν εστρατοπεδευμένοι επί του λόφου του Λυκαίου Διός, μετεμελήθησαν διότι δεν κατέλαβον την Κυρήνην, και απεπειράθησαν να εισέλθωσιν εις αυτήν εκ δευτέρου· οι Κυρηναίοι όμως δεν τους επέτρεψαν τούτο. Οι δε Πέρσαι, μολονότι κανείς δεν τους επολέμει, κατελήφθησαν υπό φόβου, και φυγόντες εσταμάτησαν μόνον εξήκοντα στάδια μακράν.

Αλλ' οι φορείς εσταμάτησαν μόνον διά να καλύψουν το πρόσωπόν των και το στόμα διά πανιού και να προφυλαχθώσιν ούτω από την δυσωδίαν, ήτις πέριξ της οστεοθήκης του κοιμητηρίου, ήτο ανυπόφορος· μετ' ολίγον ανέλαβον τα φορεία και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Έν μόνον φέρετρον εστάθη απέναντι του μικρού ναού.

Ο Βράγγης έσπευσε να φθάση εις το μέρος, όπου εσταμάτησαν, όλος ταραχή και αγωνία. — Τι τρέχει, έκραξεν εις των ιππέων. Ποίος φωνάζει; — Κύριος, δι' έλεος, βοήθειαν! — Ποίος είσαι; — Πτωχός γέρος απόμαχος. — Και τι θέλεις; — Βοήθειαν εις ένα πλάσμα, κύριοι! — Τι πλάσμα; — Μίαν μικράν κόρην, ήτις αποθνήσκει.

Κύριε, αυτός ήτο ο Ιούδας, όστις και εκρεμάσθη μόνος του, απήντησεν ο νέος, εκπλαγείς διότι ο γέρων ηγνόει το όνομα του Ιούδα. — Α! ναι, ο Ιούδας! είπεν ο Χίλων. Έπειτα εβάδισαν σιωπηλοί. Εσταμάτησαν έμπροσθεν ενός ξυλίνου καταστήματος, εκ του οποίου έφθανεν ο κρότος του συντριβομένου σίτου εντός των μυλοπετρών. Ο Κουάρτος εισήλθεν, ενώ ο συνετός Χίλων έμεινεν έξω.

Οι οφθαλμοί του εσταμάτησαν πολύ υψηλά εις τα τελευταία βάθρα του αμφιθεάτρου. Τότε το στήθος του ανέπνευσε ζωηρότερον, και, προς κατάπληξιν του πλήθους, το πρόσωπόν του εφαιδρύνθη διά μειδιάματος, το μέτωπόν του εφωτίσθη, οι οφθαλμοί του υψώθησαν εις τον ουρανόν και εκ των βεβαρημένων βλεφάρων του δύο δάκρυα κατήλθον βραδέως εις το πρόσωπόν του. Και απέθανεν.

Εσταμάτησαν στον τόπο τους συμμαζωμένα. Σα νάνιωθαν βέβαιον τόρα τον κίντυνο, εστάθηκαν άσειστα στου στενού μονοπατιού το διάσελο. — Το Λιάρο, Κοπρούλα, το δέφτερο· έσκουξε ο φοβερός μακελάρης με τη βαριά στον ώμο, στο μπροστινό βοϊδολάτη, τον κοντεινότερο.