Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Εννοώ δε τας θηριωδίας, καθώς λόγου χάριν η παληογυναίκα εκείνη που λέγουν ότι εξέσχιζε τας εγκύους και έτρωγε τα έμβρυα, ή δι' όσα λέγουν ότι ευχαριστούνται μερικοί εξαγριωμένοι εις τα μέρη του Ευξείνου Πόντου, δηλαδή άλλοι μεν με ωμά κρέατα, άλλοι δε με ανθρώπινα, και ότι άλλοι δανείζουν μεταξύ των τα παιδία των διά συμπόσιον, ή αυτό που λέγουν διά τον Φάλαριν.

Επί πολύν καιρόν δεν έτρωγε παρά γαϊδουράγκαθα, του εξαλείψαμεν δε αυτήν την μανίαν εμποδίσαντες αυτόν να λάβη άλλην τροφήν. Διαρκώς εκλωτσούσε με τα ξυλοπάπουτσά του, όπως παραδείγματος χάριν . . . — Κύριε Δε-Κοκ, θα σας είμαι υπόχρεως να μετριάσετε τας παραφοράς σας, διέκοψε μία γραία κυρία, η οποία ήτο τοποθετημένη προς το μέρος του ρήτορος και η οποία έφαγε την κλωτσιάν.

Τα χρόνια περνούσαν. Τα βότανα και τα μαντζούνια των γιατρών δε λείψανε μια μέρα απ' το προσκέφαλο του μικρού. Μα το βασιλόπουλο δεν ήθελε να πάρη απάνω του, σα να το έτρωγε κάποιο μυστικό σαράκι. Μεγάλωσε με τον καιρό, έγινε παλικάρι, μα τα μάγουλά του ήσαν πάντα χλωμά, τα μάτια του βαθουλωμένα, το κορμί του αδύνατο και αχαμνό.

Ο Έφις κοίταζε το ανθρωπάκι μεταξύ θαυμασμού και καχυποψίας και έμοιαζε να τον ρωτά με τα μάτια: «γιατί τόση γενναιοδωρία;». Κι εκείνος, που έτρωγε με το πρόσωπο σκυμμένο επάνω στο πιάτο του, σήκωσε τα μάτια και είπε: «Επειδή είμαστε χριστιανοί

Ο Τζατσίντο έτρωγε καθισμένος στο χτιστό πάγκο που είχε διάφορες χρήσεις: τραπεζιού και κρεβατιού. Και εκείνος επίσης πίστευε πως ονειρευόταν. Μετά την ψυχρή υποδοχή που του έκανε η Νοέμι ένοιωσε εκείνο που πραγματικά ήταν, ξένος ανάμεσα σε κόσμο διαφορετικό από εκείνον.

Έτρωγε όξω, σ' ένα μαγαζί της Πλάκας μαζί με το Ντίνο. . . Η γριά η Χαρζανοπουλίνα του ζήταγε καθεμέρα το κλειδί για ναρχότανε με τις κόρες της να τούφτειαγνε το κρεββάτι του. . να του συγύριζε την καμαρούλα τον.

— Ω! . . . τι αμαρτίες! . . . έχεις δίκηο, χριστιανή μου! Αχ! . . . και τι ήτον αυτό! . . . Κ' εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, κ' έβγαζα τα χορτάρια . . . και δεν μπορούσα να ησυχάσω, το έρμο! . . . Ένα σαράκι μ' έτρωγε! . . . Και δεν εσυλλογίστηκα πως η στέρνα ήτον γεμάτη.

Και αμέσως επήρε τον λόγον ο Διονυσόδωρος, διά να μην τον προλάβη και πη τίποτε ο Κτήσιππος και του λέγει·Πε μου ακόμη και ένα άλλο· αυτόν τον σκύλο τον κτυπάς; Και ο Κτήσιπος εγέλασε και του είπε·Ναι, μα τον θεόν· γιατί δεν μπορώ εσένα. — Ώστε κτυπάς τον πατέρα σου; — Αυτές οι ξυλιές που του δίνω, θα ήτανε πιο δίκιο να τις έτρωγε ο πατέρας σας, που δεν ηξεύρω τι του ήλθε και γέννησε έτσι σοφά παιδιά· αλλά δεν αμφιβάλλω βέβαια, Ευθύδημε, πως πολλά αγαθά από την σοφίαν σας αυτήν θα απήλαυσεν ο πατέρας. . . των κουταβιών, — Μα δεν έχει καμμιάν ανάγκην από τα πολλά αγαθά, Κτήσιππε, ούτε εκείνος ούτε συ. — Ούτε συ ο ίδιος, Ευθύδημε; — Ούτ' εγώ ούτε κανείς άλλος άνθρωπος· διότι λέγε μου σε παρακαλώ, Κτήσιππε· νομίζεις ότι είναι καλόν δι' ένα που είναι άρρωστος να πάρη φάρμακον, ή σου φαίνεται πως δεν είναι καλόν να το πάρη, ενώ έχει ανάγκην; ή, όταν πηγαίνη εις τον πόλεμον, να πηγαίνη με όπλα, ή δίχως όπλα; — Με όπλα βέβαια· αν και φοβούμαι, ότι θα βγάλης πάλιν από την απάντησίν μου κανένα από εκείνα τα νόστιμά σου συμπεράσματα. — Θα το κρίνης συ μόνος σου καλύτερα· αλλά απάντησέ μου.

Και ναράξουμε στο θλιβερό συμπέρασμα, πως μ' όλα εκείνα τα χάδια το σκουλήκι την έτρωγε ολοένα, οι πιώτερες Πολιτείες της είχαν καταντήσει χωριά, άλλες ολότελα ρημάχτηκαν, οι πόλεμοι τη δεκάτιζαν, οι φόροι τη λίγνευαν, η μεγαλονόματη Σπάρτη κρυφόπλεχνε φιλίες με τους Ιουδαίους, κ' η περιδόξαστη Αθήνα πανηγύριζε τις αγάπες της Κλεοπάτρας. 3 Νέρωνας

Η μικροαπασχόλησή του στο Τελωνείο δεν του άρεσε• ήταν μια ταπεινή και κοπιαστική δουλειά, του έτρωγε τα νιάτα. Εκείνος αγαπούσε τη φιλόπονη ζωή, βέβαια, αλλά την απλή ζωή, στον καθαρό αέρα. Όλοι τον συμβούλευαν να πάει στο νησί της μητέρας του, για να δοκιμάσει την τύχη του με μια τίμια δουλειά.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν