United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλησμονεί τον άντρα της με μιας και το παιδί της Και παίρνει δίπλα τα βουνά, ταις λαγκαδιαίς, τα πλάγια. Πάλι Νεράιδα γίνεται, πάλι τη νηότη παίρνει Και με ταις άλλαις σμίγεταιταις τρίσβαθαις σπηλιαίς τους. Ο λόγος βγαίνειτο χωριό κι' απλώνεταιτον κόσμο. Τάκουσε μέσ' 'ς την ξενητειά ο δόλιος ο Γιαννούλας Κι' από την πολλή τη πίκρα του πέθανε εκεί, 'ς τα ξένα!

Η Νεράιδα του Πάγου ιππεύει τον συρίζοντα Άνεμον και εποχείται εις τας βαθυτάτας κοιλάδας. Η σινδών της χιόνος εκτείνεται κάτω και κάτω εις το Βεξ, η Νεράιδα του Πάγου έρχεται και εκεί και βλέπει τον Ρούντυ να κάθεται μέσα εις τον Μύλον· εκάθητο αυτόν τον χειμώνα μέσα εις το δωμάτιον περισσότερον από όσον ήτο η συνήθειά του άλλοτε· εκάθητο κοντά εις την Μπαμπέτταν.

Βαθέα βάραθρα, μεγάλαι φάραγγες εκτείνονται εκεί κάτω: είναι θαυμάσιον κρυστάλλινον ανάκτορον και μέσα εις αυτό μένειΝεράιδα του Πάγου&, η Βασίλισσα του Παγώνος.

Καλλίτερα να μη με είχαν σπλαχνισθή οι ανθρώποι του βασιλιά, καλλίτερα να με είχανε φάει τάγρια θηρία. Η βασιλοπούλα, μέσα στα δάκρυά της, θυμήθηκε τη νεράιδα, που 'ρχότανε κάθε άνοιξι στωραίο περιβόλι και ράντιζε τα μαραμένα τα λουλούδια μ' ένα μαγικό νερό και τα λουλούδια ξανανθίζανε με την πρώτη τους δροσιά. Κ' έλεγε μέσα της: — Νάχα το αθάνατο νερό, που ανασταίνει τα λουλούδια.

Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω, Πώχω μαράζιτην καρδιά και πόνο, που με τρώει, Και που μου κλέβει τη χαρά, τα νειάτα, νύχτα-μέρα. Κ' ένα τραγούδι, θλιβερό, μου φέρνει μέσ' το στόμα, Τραγούδι που το τραγουδώ, πατέρα, κι' αλαφρώνω, Κι' ούτε το Δράκο σκιάζομαι, ούτε και τη Νεράιδα, Ούτε της βρύσης το Στοιχειό και της σπηλιάς τη Λάμια.

Μπήκε μέσα μου μια παλληκαριά, μια ξαποφασιά, σαν κείνη που μου ήρχουνταν κατόπι στις θαλασσινές τις φουρτούνες απάνω. Βρίσκω αφορμή και τρέχω στην κάμαρά μου. Ίσια στο κρεββάτι μου χώθηκα. Όλη τη νύχτα συλλογή στο κρεββάτι. Ν' αλλάξω σπίτι και να γλυτώσω από τη γαλανομάτα τη Νεράιδα, καλό κι άγιο.

Πάντοτε έπαιζε και δεν εκάθητο ήσυχος παρά μόνον, όταν της διηγούντο παραμύθια. Από όλα τα παραμύθια, όσα της έλεγεν η μαμμά της, επροτιμούσε όσα έχουν μέσα Νεράιδες. Καμμίαν φοράν, όταν επέστρεφεν από το σχολείον και εύρισκε έτοιμο νέον φόρεμα διά τον περίπατον, ερωτούσε, ποιος μου το έφερε; και η μαμά με γέλοια απεκρίνετο, η καλή Νεράιδα.

Ν' αφήση εκείνο το ωραίον μέρος, όλες εκείνες της πεταλουδίτσες, που την διεσκέδαζαν και να πάγη, πού; Εις το σχολείον! Ω, όχι. Καλή Νεράιδα, της λέγει, εσύ που μου κάμνεις ό,τι θέλω, δεν πηγαίνω εις το σχολείον. Άφησέ με να μείνω πάντα εδώ, τι τα θέλω τα γράμματα! Εκείνην την στιγμήν ανάμεσα εις της πρασινάδες είδεν η Ανθούλα ένα μεγάλο λουλούδι απλωμένοτον ήλιον ολόχρυσο σαν φορεματάκι.

Τρίτον η Αϊμά παραβάλλεται με Νεράιδα, «μίαν των ωραίων, πονηρών και τρομερών εκείνων νυμφών, δι' ων η φαντασία του ελληνικού λαού οικίζει μέχρι της σήμερον πάντα τα σπήλαια και τους δρυμώνας». Όσον λαμπρά και αν φαίνεται η παραβολή αύτη, κατ' εμέ, είνε άκαιρος και απροσφυής. Είπομεν ότι η Αϊμά διενοήθη να υποκλέψη τας ομολογίας του Πλήθωνος και ακολούθως να φύγη.

Διανοητικαί Δυνάμεις! όπως σας αποκαλούν τα Παιδιά του Ηλίουέλεγεν η Νεράιδα του Πάγου. «Σκώληκες είοθε! Μία κυλιομένη σφαίρα πάγουκαι σεις, τα σπίτια σας, αι πόλεις σας γίνεσθε συντρίμματα, εξαφανίζεσθεΥψηλότερα ύψωνε την υπερήφανον κεφαλήν της και εκύτταζε κατά μήκος και κατά πλάτος με μάτια αστράπτοντα θάνατον.