Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Ύστερα άλλαξε το σκοπό: «Τι να σου στείλω, Ξένε μου, τι να σου προβοδήσω; «Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, «Να στείλω σου τα δάκρυα μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.. «Τα δάκρυα μου είναι καφτερά και καίνε το μαντήλι.. Και με την ύστερη λέξη αυτού του τραγουδιού έπεσε σε βαθειά νάρκη. Μια ώρα ακέρια πέρασε, που βαρυοκοιμώνταν στην αγκαλιά του Ύπνου, που μια τρίχα, τη χώριζε από τον θάνατο.
Τότες της Ήρας απάντησε ο γιος του Κρόνου κι' είπε «Ήρα, πως θαν το δει θεός είτ' άντρας μη φοβάσαι· τι εγώ με τέτιο σύγνεφο θα σε σκεπάσω γύρω χρυσό, που διάμεσα κι' αφτός δε θα μας βλέπει ο Ήλιος πούναι το φως του για να δει πιο διαπεράτο απ' όλα.» 345 Είπε, κι' αρπάει το τέρι του στην αγκαλιά του ο Δίας.
Θα σ' έχω στην αγκαλιά μου. Θα πούμε τόσα πράματα. .. Δεν είπες πως έχεις να μου πης τόσα πράματα; ΔΩΡΑ — Ναι, Νίκο μου. Σαν είμαι μοναχή μου συλλογίζομαι τόσα πράματα να σου πω. Μα σαν είμαι μαζί σου δεν μπορώ πια να τα πω, δεν έχω το θάρρος. ΝΙΚΟΣ — Τώρα θα ιδής πως θα μου τα πης όλα. Κ' εγώ θα σου τα πω. Θα πούμε τόσα πράματα. Να ιδής, τι ωραία που θα είναι. Έλα, χρυσό μου. Έρχομαι.
Ζουνάρι ο ένας έδωκε κοκκινολαμπρισμένο, κι' ο γιος του Γλάφκου ένα χρυσό διπλόγουβο ποτήρι, 220 π' ακόμα σπίτι βρίσκουνταν, για δω σαν ξεκινούσα. 221 Για τούτο κι' είμαι βλάμης σου εγώ μες στ' Άργος τώρα, 224 και στη Λυκιά 'σαι πάλε εσύ όταν κι' εκεί ξεπέσω. 225 Κι' απ' τα κοντάρια μας οι διο παράμερα ας τραβάμε, και μες στ' ανάστα της σφαγής.
Έβαλε τότε μια φωνή ο βασιλιάς, έβαλε μια φωνή που ήτανε σαν κλάμα: — Πιστοί του βασιλιά! Προσκυνήστε τη βασίλισσά σας.... Οι πιστοί σκύψανε ολόγυρα τα κεφάλια τους. Τότε μια χαρά χύθηκε ξαφνικά στην όψη του νέου βασιλιά. Έβαλε πάλι το χέρι του στον κόρφο κ' έβγαλε κρυφά ένα χρυσό μαχαίρι. Πριν να προφτάσουν να τον ιδούν τα θαμπωμένα μάτια των πιστών του, τόμπηξε βαθιά στα πονεμένα στήθια του.
Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο. Στην αρχή στοχάστηκε, αφού πάρη μοναχά τα σημάδια, ν' αδιαφορήση για το μωρό.
Χρυσό ετρεμόφεγγε το μισοφέγγαρο του μιναρέ· έσβυνε κ' εθάμπωνε, έλαμπε κ' έσβυνε. Το σπιτάκι παραφουσκωμένο επισωπατούσε, μουλωχτά έφευγε. Οι φτερωτές του μύλου ακίνητες, πείσμα έδειχναν και την απλή έκπληξι ενός γίγαντα. Σύντροφοι όμως ήσαν και τους εκύταζα με ψυχοπόνια. Μα ζηλιάρα η ομίχλη έσυρε κ' εκεί την υγρή σκέπη της, μας απομόνωσε στη γολέτα· έκλεισε τα πάντα στο μυστήριο.
Ραψωδία Ω Και των μνηστήρων ταις ψυχαίς σιμά του προσκαλούσε ο Ερμής Κυλλήνιος· χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο· μ' εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά 'ς τον ύπνο κλίνει, οπόταν θέλ', ή κ' έξαφνα κοιμώμενον εγείρει. μ' εκείνο ταις εκέντησε και αυταίς ακολουθούσαν 5 τρίζοντας· και, ως πτεροκοπούν 'ς το βάθος άντρου θείου η νυκτερίδες τρίζοντας, αν απ' τον βράχο μία πέση της όλης αρμαθιάς, και ομού πλεκταίς κρατιούται, παρόμοια τρίζαν η ψυχαίς, ενώ ταις ωδηγούσε μέσ' από δρόμους σκοτεινούς ο αντίκακος Ερμείας. 10 τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα, ταις πύλαις του Ηλίου και την χώρα των ονείρων, πέρασαν, κ' έφθασαν γοργά 'ς τ' ασφοδελό λειβάδι, οπού η ψυχαίς εγκατοικούν, σκιαίς αναπαυμένων. κει την ψυχήν απάντησαν του Αχιλλιά Πηλείδη 15 και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, του άψεγου Αντιλόχου, του Αίαντα, 'που 'ς την μορφή θα ενίκα και 'ς το σώμα τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. και, τούτοι ενώ συνώδευαν οι τρεις τον Αχιλλέα, η ψυχή του Αγαμέμνονα, του Ατρείδ' ήλθε σιμά τους 20 θλιμμένη· και τρυγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου. και του Πηλείωνα η ψυχή πρώτ' είπε προς εκείνον· «Ατρείδη, εμείς ελέγαμε πως όλων των ηρώων σε θα προτίμα ολοκαιρίς ο χαιρεβρόντης Δίας, 25 αφού βασίλευες πολλών ανθρώπων και γενναίων, όταν 'ς την Τροίαν οι Αχαιοί σκληρόν είχαμ' αγώνα· αλλ' όμως πρόκαιρα και σε να εύρ' η πικρή μοίρα έμελλ', οπ' άμα γεννηθή θνητός δεν αποφεύγει. να σ' είχε πάρει ο θάνατος και η μοίρ', ακόμη ότ' ήσουν 30 εις την Τρωάδα υπέρλαμπρος των άλλων βασιλέας· τάφον τότ' οι Παναχαιοί λαμπρόν θα σου σηκόναν, και ωραίαν δόξαν θα 'παιρνες ν' αφήσης του παιδιού σου· αλλ' από θάνατον φρικτόν σου 'μέλλετο να πέσης».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν